Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "οὐλαί"

Βρέθηκε 1 λήμμα
οὐλαί, Αττ. ὀλαί, αἱ, κόκκοι κριθαριού ή χοντροαλεσμένο κριθάρι (πλιγούρι) με τα οποία έραιναν το κεφάλι του ζώου που προοριζόταν για θυσία λίγο πριν την τέλεσή της, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.· (συνήθως ετυμολογείται από το οὖλος, ὅλος, σαν τα οὐλαί ή ὀλαί να ήταν ολόκληροι, ακέραιοι κόκκοι, μη αλεσμένοι κόκκοι κριθαριού· άλλοι το ετυμολογούν από το ἀλέω, αλέθω, όπως το Λατ. mola από το molere).