LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "οἴμοι"
- οἴ-μοι, επιφών. πόνου, τρόμου, συμπόνοιας, θυμού, λύπης, επίσης έκπληξης, κυρίως οἴμοι, αλίμονό μου! σε μένα! σε Θέογν., Τραγ.· το οἴμοιτίθεται κατά κανόνα απόλ. ή χρησιμ. συνοδευόμενο από ονομ., οἴμοι ἐγὼ τλάμων, οἴμοι τάλας κ.λπ., σε Σοφ.· με γεν. της αιτίας, οἴμοι τῶν κακῶν, οἴμοι γέλωτος, αλίμονο για τις συμφορές μου, για το γέλιο μου, στους Τραγ. (η τελευταία συλλαβή του οἴμοι μπορεί να πάθει έκθλιψη πριν από το ὡς).

