
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "οἰκουμένη"
- οἰκουμένη (ενν. γῆ), ἡ, κατοικημένο μέρος, όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει τον Ελληνικό κόσμο, σε αντίθ. προς τις βαρβαρικές χώρες, σε Ηρόδ., Δημ. κ.λπ.· ομοίως κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, Ρωμαϊκός κόσμος, σε Κ.Δ.· μεταφ., ἡοἰκουμένη ἡ μέλλουσα, ο επερχόμενος κόσμος, δηλ. η βασιλεία του Χριστού, στο ίδ.