Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "νῦν"

Βρέθηκε 1 λήμμα
νῦν, επίρρ.: I. 1. τώρα, σ' αυτή τη δεδομένη στιγμή, Λατ. nunc· οἳ νῦν βροτοί εἰσιν, αυτοί που είναι τώρα θνητοί, όπως ακριβώς ζουν τώρα, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως και στους Αττ., οἱ νῦν ἄνθρωποι, οι σύγχρονοι άνθρωποι· τὸ νῦν, ο ενεστώτας χρόνος, σε Πλάτ.· τὰ νῦν (συχνά γραμμένο τανῦν) χρησ. απλώς όπως το νῦν, σε Ηρόδ., Αττ. 2. επίσης, λέγεται για ό,τι έχει αποτελέσει μόλις παρελθόν, ακριβώς τώρα, μόλις τώρα, σε Όμηρ., Σοφ. 3. τώρα, δηλ. όπως έχει τώρα η κατάσταση, αντίθ. προς ό,τι ήταν δυνατόν να συμβεί υπό διαφορετικές περιστάσεις, σε Θουκ.· ομοίως, καὶ νῦν, ακόμη και στην περίπτωση, περίσταση αυτή, σε Ξεν. II. εκτός από τη σημασία του χρόνου, το εγκλιτ. νυν, νυ δηλώνει: 1. άμεση ακολουθία ενός πράγμ. ύστερα από ένα άλλο, έπειτα, αμέσως έπειτα, αμέσως μετά, σε Όμηρ. 2. επίσης, λέγεται με σημασία συμπεράσματος, λοιπόν, ώστε, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. 3. χρησιμ. για να επιτείνει διαταγή· δεῦρό νυν, εμπρός λοιπόν! γρήγορα λοιπόν! σε Ομήρ. Ιλ.· εἶά νυν, κ.λπ.· φέρε νυν, ἄγε νυν, σπεῦδέ νυν, σίγα νυν, κ.λπ., σε Ξεν.· επίσης, χρησιμ. για να επιτείνει ερώτηση· τίς νυν; τί νυν; ποιος λοιπόν; τι λοιπόν; στον ίδ.