Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μὴν"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
μήν, σε Δωρ. και Επικ. μάν, μόριο που χρησιμ. για να ενισχύει καταφάσεις, Λατ. vero, πράγματι, όντως· I. ειλικρινά, αληθινά, σε Όμηρ. κ.λπ. II. μετά από άλλα μόρια. 1. ἦ μήν, όπως το ἦ μέν (όπου το μήν είναι απλώς ισχυρότερος τύπος), αλήθεια τώρα, εντελώς σίγουρα, ἦ μὴν καὶ πόνος ἐστίν, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως στην Αττ., λέγεται για να εισαγάγει έναν όρκο (μια ομωτική φράση), με απαρ. ὄμνυσι δ' ἦ μὴν λαπάξειν, σε Αισχύλ. κ.λπ. 2. καὶ μήν, εισάγει στο λόγο κάτι νέο ή εξαιρετικό· καὶ μὴν Τάνταλον εἰσεῖδον, σε Ομήρ. Οδ.· στους δραματικούς ποιητές, επισημαίνει την είσοδο ενός προσώπου στη σκηνή, και κοιτάξτε... ιδού έρχεται...· το ίδιο για νέα γεγονότα ή επιχειρήματα, σε Τραγ., Δημ. 3. ἀλλὰ μήν, αλλά πράγματι, Λατ. verum enimvero, σε Αισχύλ., Αριστοφ. 4. όχι βεβαίως, στ' αλήθεια όχι, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ. III. μετά από ερωτημ. λέξεις, κυρίως λαμβάνει κάπως μια αντικειμενική ισχύ, τί μήν; quid vero? τι συμβαίνει λοιπόν; δηλ. βεβαίως, φυσικά και έτσι, σε Αισχύλ. κ.λπ.· τί μήν οὐ; λοιπόν, γιατί όχι; σε Ευρ.· πῶς μήν; λοιπόν, μα πώς...; σε Ξεν. IV.αρκετά όμοιο με το μέντοι, Λατ. tamen, οὐ μὴν ἄτιμοι τεθνήξομεν, σε Αισχύλ.
μήν, , γεν. μηνός, δοτ. πληθ. μησί· Ιων. ή Αιολ. μείς, βλ. αυτ. 1. μήνας, σε Όμηρ. κ.λπ.· στα πρώιμα χρόνια ο μήνας διαιρούνταν σε δύο μέρη, την αρχή και την εκπνοή (μὴν ἱστάμενος και μὴν φθίνων), σε Ομήρ. Οδ.· η Αττ. διαίρεση γινόταν σε τρεις δεκάδες (δεκαήμερα), μὴν ἱστάμενος (επίσης, ἀρχόμενος ή εἰσιών), μεσῶν και φθίνωνἀπιών)· η τελευταία διαίρεση προσμετριόταν προς τα πίσω, μηνὸςτετάρτῃ φθίνοντος, την τέταρτη ημέρα από το τέλος του μήνα, σε Θουκ.· Μαιμακτηριῶνος δεκάτῃ ἀπιόντος, δηλ. την 21η ημέρα, σε Δημ.· κάποιες φορές όμως προσμετριόταν προς τα εμπρός, όπως, τῇ τρίτῃ ἐπ' εἰκάδι, την εικοστή τρίτη ημέρα, κ.λπ.· ἐκείνου τοῦ μηνός, κατά τη διάρκεια εκείνου του μήνα, σε Ξεν.· κατὰμῆνα, μηνιαίως, σε Αριστοφ.· ομοίως, τοῦ μηνὸς ἑκάστου, στον ίδ.· ή τοῦ μηνὸς μόνο, κατά μήνα, μηνιαίως, στον ίδ. 2. μηνίσκος, στον ίδ.