LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "μόλις"
- μόλῐς, επίρρ., μεταγεν. τύπος αντί μόγις, σε Τραγ., Θουκ. κ.λπ.· με αρνητικό μόριο, οὐμόλις, όχι σπανίως, δηλ. αρκετά, εντελώς, σε Αισχύλ., Ευρ.

