Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μυκάομαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
μῡκάομαι, μέλ. -ήσομαι, αόρ. αʹ ἐμυκησάμην· σ' αυτό ανήκουν τα Επικ. Ενεργ. αόρ. βʹ ἔμυκον, παρακ. μέμυκα, υπερσ. ἐμεμύκειν ή μεμύκειν, Λατ. mugire, 1. παράγω βαθύ ήχο (λέγεται για το κοπάδι), μουγκανίζω, μουγκρίζω, λέγεται για βόδια, σε Ομήρ. Ιλ.· χρησιμ. για τα μοσχάρια, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για τον Ηρακλή στην επιθανάτια αγωνία του, σε Ευρ. κ.λπ. 2. χρησιμ. για πράγματα, όπως για βαριές πύλες, παράγω τριγμούς, τρίζω, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για ασπίδα, παράγω κρότο, στο ίδ.· χρησιμοποιείται για κρέας που ψήνεται, σφυρίζει, τσιτσιρίζει στη σούβλα, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για κεραυνό, σε Αριστοφ. (ηχομιμ. λέξη, πρβλ. βληχάομαι, μηκάομαι, βρυχάομαι, βρωμάομαι).