Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μηκάομαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
μηκάομαι, αποθ. με μτχ. Ενεργ. αόρ. βʹ μᾰκών, παρακ. μεμηκώς, θηλ. μεμᾰκυῖα· και παρατ. (σχηματισμένος από παρακ.) ἐμέμηκον· βελάζω, λέγεται για πρόβατα, σε Όμηρ.· λέγεται για κυνηγημένο νεαρό ελάφι ή λαγό, φωνάζω, στριγγλίζω, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για πληγωμένο άλογο, στο ίδ. (ηχομιμ. λέξη).