Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μεταμέλει"

Βρέθηκε 1 λήμμα
μετα-μέλει (μέλω), παρατ. μετ-έμελε, μέλ. -μελήσει, αόρ. αʹ μετεμέλησε· I. απρόσ., με πιάνει μεταμέλεια, μου έρχονται τύψεις, Λατ. poenitet me, Σύνταξη: 1. με δοτ. προσ. και γεν. πράγμ., μεταμέλει σοι τῆς δωρεᾶς, σε Ξεν. 2. συχνότερα, αυτό για το οποίο μετανιώνει κάποιος δηλώνεται με μτχ. που συμφωνεί μορφολογικά με τη δοτ., μεταμέλει μοι οὕτως ἀπολογησαμένῳ, μετανοώ για το ότι τόσο έντονα έχω υπερασπιστεί τον εαυτό μου, σε Πλάτ. 3. απόλ., μεταμέλει μοι, μετανοώ, σε Αριστοφ.· ξυνέβη ὑμῖν πεισθῆναι μὲν ἀκεραίοις μεταμέλειν δὲ κακουμένοις, υιοθετήσατε μια στάση όταν οι δυνάμεις σας ήταν ακέραιες, και μετανιώσατε όταν βρεθήκατε σε δυσκολία, σε Θουκ. 4. το ουδ. της μτχ. μεταμέλον, αμτβ., αφ' ότου του συνέβη να μετανοιώσει, σε Πλάτ. II. σπανίως με ονομ., προκαλώ μετάνοια ή λύπη, τῷ Ἀρίστωνι μετέμελε τὸ εἰρημένον (αντί τοῦ εἰρημένου), σε Ηρόδ.· οἶμαί σοι ταῦτα μεταμελήσει (αντί τούτων), σε Αριστοφ.