Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μαίομαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
μαίομαι, (*μάω), αποθ. αναζητώ· I. αμτβ., προσπαθώ, πασχίζω, σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ., Αισχύλ. II. 1. με αιτ., ερευνώ, εξετάζω, σε Ομήρ. Οδ. 2. επιζητώ, επιδιώκω, τι, σε Πίνδ.· με απαρ., επιδιώκω να κάνω (κάτι), στον ίδ., σε Σοφ.