Αποτελέσματα για: "λῐγύς"
Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
-
λῐγύς, λίγεια, Δωρ. λιγέᾱ, λιγύ, αυτός που σφυρίζει ευκρινώς, συριστικός, οξύς, ισχυρός, λέγεται για ανέμους, σε Όμηρ.· λέγεται για ευκρινή, καθαρό, γλυκό και ευχάριστο ήχο, εύηχος, στον ίδ.· λέγεται για το αηδόνι, σε Αισχύλ. II. επίρρ., στριγκλίζοντας, σε Όμηρ.· ευκρινώς, σε Ομήρ. Ιλ.· ουδ., ως επίρρ., λιγὺ μέλπεσθαι, σε Ησίοδ., Αισχύλ.
-
Λίγυς[ῐ], -υος, ὁ, ἡ, αυτός που κατάγεται από τη Λιγουρία, σε Ηρόδ., Θουκ., κ.λπ.· επίθ. Λῐγυστικός, -ή, -όν, αυτός που ανήκει στην Λιγουρία, σε Στράβ.