Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "λούω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
λούω, συνηρ. από το αρχ. λοέω, από όπου, στον Όμηρ., παρατ. λόεον, απαρ. αορ. λοέσσαι, μτχ. λοέσσας, Μέσ. μέλ. λοέσσομαι, γʹ ενικ. αορ. λοέσσατο, μτχ. λοεσσάμενος· επίσης, Επικ. παρατ. ἐλούεον· μεταγεν. τύποι, μέλ. λούσω, Δωρ. λουσῶ, αόρ. ἔλουσα, Επικ. λοῦσαΜέσ., μέλ. λούσομαι· αόρ. ἐλουσάμην, Επικ. γʹ πληθ. λούσαντοΠαθ., παρακ. λέλουμαι, γʹ ενικ. λέλουται, μτχ. λελουμένος· αρχ. ενεστ. λόω, από όπου γʹ ενικ. λόει, Επικ. γʹ ενικ. παρατ. λόε, γʹ πληθ. λόον· απαρ. λόεσθαι· επίσης, Αττ. συνηρ. τύποι, γʹ ενικ. και αʹ πληθ. παρατ. ἔλου, ἐλοῦμεν· Παθ. ενεστ. λοῦται, λοῦνται, γʹ πληθ. παρατ. ἐλοῦντο, Ιων. λοῦντο, απαρ. λοῦσθαι, μτχ. λούμενος· I. 1. πλένω κάποιον άλλο, ορθότερα, λούζω το σώμα του (νίζω χρησιμ. για χέρια και πόδια, πλύνω για τα ρούχα), σε Όμηρ.· λούσατε ἐν ποταμῷ, πλύντε τον, δηλ. αφήστε τον να κάνει μπάνιο, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, λό' ἐκ τρίποδος, με έλουσε (με νερό) σε μεγάλο καζάνι, στο ίδ. II. 1. Μέσ. και Παθ., λούζομαι, με γεν., λελουμένος Ὠκεανοῖο, (λέγεται για άστρο που μόλις ανέτειλε), πρόσφατα λουσμένο στον ωκεανό, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, λούεσθαι ποταμοῖο, λούζομαι στο νερό του ποταμού, στο ίδ.· ομοίως, ἀπὸ κρήνης λούμενος, σε Ηρόδ.· απόλ., λούσαντο, σε Ομήρ. Οδ., κ.λπ.· λελουμένος, φρεσκομπανιαρισμένος, αυτός που έκανε μπάνιο προ ολίγου, σε Ηρόδ.· ἦλθε λουσόμενος (Οράτ. ire lavatum), σε Αριστοφ. 2. με καθαρά Παθ. σημασία, λοῦσθαι ὑπὸ τοῦ Διός, δηλ. λουσμένος από τη βροχή του ουρανού, σε Ηρόδ. 3. με καθαρά Μέσ. σημασία, λοέσσασθαι χρόα, πλένω το σώμα μου, σε Ησίοδ.