LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "λίς"
- λίς, ὁ, Επικ. αντί λέων, λῖν, λίες [ῐ] και λῖες, λίεσσι [ῐ], λιοντάρι, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ., Θεόκρ.
- λίς, ἡ, I. Επικ. τύπος αντί λισσή, λεία, σε Ομήρ. Οδ. II. ως αρσ. ουσ., μόνο οι τύποι, δοτ. λιτί και αιτ. λῖτα, μαλακό, λείο ύφασμα· άλλοι θεωρούν το λῖτα ως ουσ. αιτ. πληθ., λινά υφάσματα, καλύμματα· σε Ανθ. λίτα [ῐ] πολυδαίδαλα, κεντημένα υφάσματα.

