Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κυρέω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κῠρέω, παρατ. ἐκύρουν [ῠ]· μέλ. κῠρήσω, αόρ. αʹ ἐκύρησα, παρακ. κεκύρηκα. επίσης, κύρω[ῡ]· παρατ. ἔκῡρον, Επικ. κῦρον, μέλ. κύρσω, αόρ. αʹ ἔκυρσα, μτχ. κύρσαςΜέσ., κύρομαι [ῡ] με Ενεργ. σημασία· I. ακολουθ. από πτώση, συναντώ, πετυχαίνω· 1. με δοτ., συναντώ κατά τύχη, πέφτω πάνω σε, χτυπώ πάνω, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· λέγεται για πράγματα, κυρεῖν τινι, αποδίδομαι ή παραχωρούμαι σε αυτόν, σε Σοφ., Ευρ. 2. α) με γεν., επιτυχαίνω το σκοπό, όπως το τυγχάνω, σε Αισχύλ.· φθάνω σε ή μέχρι, σε Ομηρ. Ύμν.· συναντώ, βρίσκω, σε Αισχύλ., Σοφ. β) είμαι κύριος, αποκτώ, Λατ. potiri, σε Ηρόδ., Τραγ. 3. με αιτ., όπως το Λατ. potiri, αποκτώ, κατακτώ, φθάνω, βρίσκω, σε Αισχύλ., Ευρ. II. 1. χωρίς πτώση, συμβαίνω, πραγματοποιούμαι, σε Τραγ. 2. είμαι σωστός, βρίσκω την ακριβή αλήθεια, σε Σοφ. 3. ως βοηθ. ρήμα, όπως το τυγχάνω με μτχ., αποβαίνω, αποδεικνύομαι τέτοιος, σεσωσμένος κυρεῖ, σε Αισχύλ.· ζῶν κυρεῖ, σε Σοφ.· ἐχθρὸς ὢν κυρεῖ, σε Ευρ.· με μτχ., που παραλείπεται, λειτουργεί απλώς ως συνδετικό, είμαι, σε Τραγ.