LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κράς"
- κράς, ποιητ. τύπος του κάρα, που βρίσκεται στη γεν. τῆς κρᾱτός, δοτ. κρᾱτί, αιτ. κρᾱτα· πληθ., γεν. κράτων, δοτ. κρᾱσίν, Επικ. κράτεσφι, αιτ. κρᾱτας· επίσης κρᾱτα, τό, ως ονομ. και αιτ., σε Σοφ. Στον Όμηρ. έχουμε επίσης μια επιτετ. γεν. και δοτ. κράᾰτος, κράᾰτι, πληθ. ονομ. κράᾰτα· I. κεφάλι, σε Όμηρ., Τραγ.· ἐπὶ κρατὸς λιμένος, στην κορυφή ή στο τελευταίο άκρο του λιμανιού, σε Ομήρ. Οδ. II. Η αρχ. γεν. κρῆθεν χρησιμ. στη φράση κατὰ κρῆθεν, κάτω από το κεφάλι, από την κορυφή, στο ίδ., Ησίοδ.· απ' όπου, όπως το penitus, από το κεφάλι στα πόδια (από την κορφή ως τα νύχια), ολωσδιόλου, εξολοκλήρου, Τρῶας κατὰ κρῆθεν λάβε πένθος, σε Ομήρ. Ιλ.

