Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κνάπτω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κνάπτω (κνάω), ξένω ή λαναρίζω ύφασμα (το οποίο γινόταν είτε με ακανθώδες φυτό, δηλ. «ξεφτιστήρι», ή με χτένι)· λέγεται για βασανιστήριο, κατατεμαχίζω, ξεσχίζω, σε Αισχύλ., Σοφ.