LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κληρουχία"
- κληρουχία, ἡ, 1. κλήρος γης που παραχωρούνταν στους πολίτες σε ξένο έδαφος, σε Αριστ. 2. περιληπτικά, = οἱ κληροῦχοι, το σύνολο των πολιτών που γίνονταν αποδέκτες τέτοιων μεριδίων, σε Θουκ., Πλούτ.· η Αθηναϊκή κληρουχία διέφερε από την αποικία (ἀποικία), στο ότι οι κληροῦχοι παρέμεναν πολίτες της μητρόπολης, αντί να σχηματίσουν ανεξάρτητη πόλη.

