LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κεκαφηώς"
- κεκᾰφηώς, μτχ. Επικ. παρακ. με ενεστ. σε αχρηστία, που βρίσκεται μόνο στη φράση κεκαφηὼς θυμοῦ, εκπνέοντας την ζωή του, Λατ. animam agens, σε Όμηρ.· συνήθως αναφέρεται στο κάπτω.

