Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κατα-λέγω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κατα-λέγω, μέλ. -ήσω, I. αφήνω κάτω, πλαγιάζω κάτι — Μέσ. και Παθ., πλαγιάζω, ξαπλώνω, αόρ. αʹ κατελέξατο, σε Όμηρ.· Επικ. συγκοπτ. Παθ. αορ. βʹ κατέλεκτο, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· μτχ. καταλέγμενος και απαρ. καταλέχθαι, σε Ομήρ. Οδ.· μέλ. καταλέξομαι, σε Ησίοδ. II. επιλέγω, διαλέγω, εκλέγω μέσα από πολλά, σε Ηρόδ.· επιλέγω στρατιώτες, στρατολογώ νεοσυλλέκτους, καταγράφω στον κατάλογο, σε Αριστοφ., Θουκ.Μέσ., επιλέγω για τον εαυτό μου, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.Παθ., καταγράφομαι ή εγγράφομαι, Λατ. conscribi, σε Ηρόδ. κ.λπ. III. 1. διηγούμαι, εκθέτω λεπτομερώς ή κατά σειρά, σε μέλ. ή αόρ. αʹ, ταῦτα καταλέξω, σε Ομήρ. Ιλ.· πᾶσαν ἀληθείην κατάλεξον, στο ίδ.Παθ., τοῦτον δὴ τῶν καταλεχθέντων, από αυτούς που μνημονεύθηκαν, απαριθμήθηκαν, σε Ηρόδ. 2. υπολογίζω, αθροίζω, λογαριάζω, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.