Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "καθίζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
καθ-ίζω, Ιων. κατ-· παρατ. καθῖζον ή κάθιζον, Αττ. ἐκάθιζον (σαν να μην είναι σύνθετο το ρήμα)· μέλ. Αττ. καθιῶ, σε Ξεν., Δωρ. καθιξῶ· αόρ. αʹ ἐκάθῐσα, Επικ. κάθῐσα, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ. επίσης καθῖσα, Ιων. κατῖσα, Επικ. μτχ. καθίσσας, Δωρ. καθίξας· ο αόρ. αʹ επίσης είναι καθεῖσα ή -θεσσαΜέσ., παρατ. ἐκαθιζόμην, μέλ. καθιζήσομαι, μεταγεν. καθίσομαι, αόρ. αʹ ἐκαθισάμην· I. 1. Μτβ., κάνω κάποιον να καθίσει κάτω, βάζω κάποιον να κάτσει, καθίζω, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· καθίσαι τινὰ εἰς θρόνον, σε Ξεν. 2. α) θέτω ή τοποθετώ, σε Όμηρ.· καθίσαι στρατόν, τον βάζω να στρατοπεδεύσει, σε Ευρ., Θουκ. β) θέτω ή βάζω για κάποιον σκοπό, εγκαθιστώ, τοποθετώ φρουρούς ή σκοπούς, σε Ομήρ. Οδ.· καθίσαι φυλάκους, φύλακας, βάζω φύλακες, σε Ηρόδ., Ξεν. 3. στήνω, ἀνδριάντα κάθεσσαν, σε Πίνδ. 4. συγκαλώ συνέλευση, συνεδριάζω, σε Ομήρ. Οδ.· κ. τὸ δικαστήριον, συγκαλώ σε συνεδρία το δικαστήριο, σε Αριστοφ. 5. φέρνω, οδηγώ σε συγκεκριμένη κατάσταση, κλαίοντά τινακ., του προκαλώ κλάμα, σε Πλάτ.· επίσης, κλαίειν τινὰ κ., κάνω κάποιον να κλάψει, σε Ξεν. II. 1. αμτβ., όπως το καθέζομαι, κάθομαι, είμαι καθισμένος, παίρνω την θέση μου, σε Όμηρ. κ.λπ.· με αιτ., καθ. τρίποδα, βωμόν, σε Ευρ. 2. κάθομαι να φάω, Λατ. discumbere, σε Ξεν. 3. παίρνω την θέση μου ως δικαστής, κάθομαι για να δικάσω, σε Ηρόδ., Δημ. 4. εγκαθίσταμαι σε μια χώρα, στρατοπεδεύω, σε Θουκ. 5. κατακαθίζω, κατασταλάζω, κατακάθομαι, βυθίζομαι σε, σε Πλάτ. III. στη Μέσ. επίσης χρησιμ. με αμτβ. σημασία, σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ. κ.λπ.· καθίζεσθαι, παίρνω την θέση μου μεταξύ των θεατών (στο θέατρο), σε Δημ.