LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κάρα"
- κάρᾱ, Ιων. κάρη [ᾰ], τό (για τους τύπους και τη Ρίζα, βλ. κατωτ.)· 1. ποιητ. αντί κεφαλή, το κεφάλι, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. 2. κεφάλι ή κορυφή πράγματος, όπως ενός βουνού, σε Ησίοδ.· άκρη ή χείλος ποταμού, σε Σοφ. 3. στους Αττ. Ποιητές χρησιμ. όπως το κεφαλή, περιφρ. λέγεται για έναν άνθρωπο, Οἰδίπου κάρα, δηλ. Οἰδίπους, σε Σοφ.· ὦ κασίγνητον κ. αντί ὦ κασίγνητε, στον ίδ. κ.λπ.· ο Όμηρ. χρησιμ. το κάρη μόνο σε ονομ. και αιτ. ενικ. και πληθ., ενώ οι πλάγιες πτώσεις συμπληρώνονται από την γʹ κλίση, γεν. και δοτ. κάρητος, κάρητι, επίσης κᾰρήατος, κᾰρήατι· πληθ. κᾰρήατα (όπως αν προερχόταν από ονομ. κάρηαρ ή κάρηας)· οι μεθομηρικοί Ποιητές έκλιναν το κάρη όπως τα ονόματα αʹ κλίσης, βλ. κάρης, κάρῃ, κάρην· σε Τραγ., δοτ. κάρᾳ.

