Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "εὖ"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
εὖ, Επικ. ἐΰ, επίρρ. (ουδ. του ἐΰςI. 1. καλά, ευτυχώς, Λατ. bene, αντίθ. προς το κακῶς, σε Όμηρ. κ.λπ.· μαζί με άλλο επίρρ., εὖ καὶ ἐπισταμένως, καλώς και με γνώση, σε Όμηρ.· ομοίως και, εὖ κατὰ κόσμον, καλά και τακτικά, όπως ταιριάζει, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, ευτυχώς, κατ' ευτυχή συγκυρία, ευχαρίστως, σε Ομήρ. Οδ.· στον Πεζό λόγο, εὖ ἔχειν, έχειν καλώς, βρίσκομαι σε καλή κατάσταση, σε Αττ.· με γεν., εὖ ἥκειν τοῦ βίου, έχειν καλώς ως προς το ζην, ως προς τους πόρους της ζωής, ευπορώ, σε Ηρόδ. 2. εὖ γε, συχνά σε απαντήσεις, βλ. εὖγε· 3. με επίθ. ή επιρρ., επιτείνοντας τη σημασία τους, εὖ πάντες, όπως το μάλα πάντες, σε Ομήρ. Οδ.· εὖ μάλα, στο ίδ.· εὖ πάνυ, σε Αριστοφ.· εὖ σαφῶς, σε Αισχύλ. II. ως ουσ., τὸ εὖ, το δίκαιο, το ορθό, τὸ δ' εὖ νικάτω, στον ίδ. III. 1. ως κατηγορ. πρότασης, τί τῶνδ' εὖ; ποιο από αυτό είναι καλό; στον ίδ.· εὖ εἴη, μακάρι να αποβεί σε καλό, στον ίδ. IV.στα σύνθ., έχει όλες τις σημασίες του επιρρ., αλλά συνήθως υποδηλώνει μέγεθος, αφθονία, ευημερία, ευκολία, αντίθ. προς το δυσ- (όπως τα στερητικά α-, Λατ. in-, και το δυσ-, συντίθεται μόνο με ονόματα· τα ρήματα, στα οποία το εὖ αποτελεί την πρώτη συλλαβή, παράγονται από σύνθετα ονόματα, όπως εὐπαθέω από εὐπαθής. Το εὖ-δοκέω, αποτελεί εξαίρεση).
εὗ, Ιων. αντί οὗ, Λατ. sui, γεν. της αυτοπαθ. αντων. του γʹ προσ.