
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "εὕρημα"
- εὕρημα, -ατος, τό (εὑρεῖν),· I. 1. εφεύρεση, ανακάλυψη, σε Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ. 2. με γεν., εφεύρεση χάριν ενός πράγματος, θεραπεία, σε Ευρ., Δημ. II. αυτό που βρίσκεται απροσδόκητα, ανέλπιστα, δηλ. παραπλήσιο του Ἕρμαιον, ευτύχημα, θεόσταλτη τύχη, αναπάντεχη τύχη, κέρδος, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ. III. λέγεται για παιδί, έκθετο βρέφος, εγκαταλελειμμένο τέκνο, σε Σοφ., Ευρ.