LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "εὐκλεής"
- εὐ-κλεής, Επικ. ἐϋ-κλ-, -ές· ποιητ. αιτ. ενικ. εὐκλέα, αντί εὐκλεέα ή -εᾱ, πληθ. εὐκλέας αντί εὐκλεέας ή -εεῖς, Επικ. επίσης ἐϋκλεῖας (κλέος)· αυτός που έχει καλή φήμη, περίφημος, ένδοξος, σε Όμηρ. κ.λπ.· εὐκλεέστατος βίος, σε Ευρ.· επίρρ. -εῶς, Επικ. -ειῶς, σε Ομήρ. Ιλ.· κατθανεῖν, σε Αισχύλ.· υπερθ. εὐκλεέστατα, σε Ξεν.

