Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "εἴρω"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
εἴρω (Α), αόρ. αʹ εἶρα ή ἔρσα, μτχ. Παθ. παρακ. ἐρμένος, Επικ. ἐερμένος· δένω, συνδέω σε σειρές, σε αράδες, περνώ σε σπάγγο ή κλωστή, ἠλέκτροισιν ἐερμένος, περιδέραιο («κολλιέ») στο οποίο έχουν περαστεί χάντρες από κεχριμπάρι, σε Ομήρ. Οδ. (πιθ.ΣΕΡ, πρβλ. Λατ. ser-o, serui, σειρά).
εἴρω (Β), λέω, μιλώ, εκφράζω, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως στη Μέσ., σε Όμηρ.· αλλά στον Ιων. πεζό λόγο, η Μέσ. σημαίνει, προκαλώ, γίνομαι αίτιος να ειπωθεί κάτι για μένα, δηλ. ρωτώ, όπως το Αττ. ἐροῦμαι. (√ϜΕΡ, πρβλ. Λατ. verbum, λόγος, λέξη).