LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "εμπίπτω"
- ἐμ-πίπτω, μέλ. -πεσοῦμαι, αόρ. βʹ ἐνέπεσον, Επικ. ἔμπεσον· 1. πέφτω σε, πάνω ή μέσα σε, με δοτ., σε Όμηρ. κ.λπ. 2. πέφτω πάνω σε κάποιον, επιτίθεμαι, εφορμώ, στον ίδ.· επίσης, ἐμπ.εἰς..., σε Ηρόδ. κ.λπ.· σπανίως με αιτ., σε Σοφ., Ευρ. 3. βρίσκω, συμβαίνω τυχαία ή επέρχομαι πάνω σε κάτι, συναντώ τυχαία κάποιον, τινί, σε Ηρόδ. κ.λπ.· συνηθέστερα, ἐμπ. εἰς..., Λατ. incidere in..., σε Σοφ. κ.λπ. 4. πραγματοποιώ διάρρηξη, εισβάλλω ή ρίχνομαι μέσα, με δοτ., στον ίδ. κ.λπ.· μτχ. αορ. βʹ ἐμπεσών, βίαια, απότομα, σε Ηρόδ.

