Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "γοῦν"

Βρέθηκε 1 λήμμα
γοῦν, Ιων. και Δωρ. γῶν (γε, οὖν), ισχυρότερος τύπος του γε· τουλάχιστον, όπως και να 'χει το πράγμα, οπωσδήποτε, επιτέλους· γνώσει ὀψὲ γοῦν τὸ σωφρονεῖν, σε Αισχύλ.· χρησιμ. για την αναφορά ενός παραδείγματος, σε Θουκ., Ξεν.· επίσης χρησιμ. και στις απαντήσεις: ναι βεβαίως, στ' αλήθεια, σίγουρα, μάλιστα, τὰς γοῦν Ἀθήνας οἶδα, σε Σοφ.