Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "βρόχω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
*βρόχω, καταπίνω, ρουφώ· ρίζα που βρίσκεται μόνο στον αόρ. αʹ ἔβροξα, σε Ανθ.· χρησιμ. από τον Όμηρ. μόνο στα σύνθετα. 1. ἀναβρόξαι, ξανακαταπίνω, ρουφώ πάλι· ὅτ' ἀναβρόξειε ὕδωρ, λέγεται για τη Χάρυβδη, σε Ομήρ. Οδ.· και στη μτχ. του Παθ. αορ. βʹ, ὕδωρ ἀναβροχέν, στο ίδ. 2. καταβρόξαι, να αναρροφήσει· ὃς τὸ καταβρόξειε, όποιος καταπίνει το ρόφημα αυτό, στο ίδ.