LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "βροτόομαι"
- βροτόομαι (βρότος), Παθ., είμαι στιγματισμένος, κηλιδωμένος με αίμα, σε Ομήρ. Οδ.

