
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "βολέω"
- *βολέω, ενεστ.· βρίσκεται μόνο στην Παθ. μτχ. παρακ. βεβολημένος, «χτυπημένος» από θλίψη, σε Όμηρ.· βεβολήατο, Επικ. γʹ πληθ. υπερσ.