LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "βέομαι"
- βέομαι και βείομαι, βʹ ενικ. βέῃ, σε Όμηρ. με σημασία μέλ. χωρίς ενεστ. σε χρήση, θα ζήσω, θα επιβιώσω (συγγενές προς το βιόω)· άλλοι το θεωρούν Επικ. μέλ. του βαίνω.

