LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "Πυθώ"
- πύθω[ῡ], μέλ. πύσω, αόρ. αʹ ἔπῡσα, Επικ. πῦσα· κάνω κάτι σάπιο, σαπίζω, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. — Παθ., γίνομαι σάπιος, αποσυντίθεμαι, σε Όμηρ.
- Πῡθώ, γεν. -οῦς, δοτ. -οῖ, ἡ, η Πυθώ, αρχ. όνομα του μέρους εκείνου της Φωκίδας στους πρόποδες του Παρνασσού, όπου βρισκόταν η πόλη των Δελφών, σε Όμηρ. κ.λπ.

