Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Πυθώ"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
πύθω[ῡ], μέλ. πύσω, αόρ. αʹ ἔπῡσα, Επικ. πῦσα· κάνω κάτι σάπιο, σαπίζω, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.Παθ., γίνομαι σάπιος, αποσυντίθεμαι, σε Όμηρ.
Πῡθώ, γεν. -οῦς, δοτ. -οῖ, , η Πυθώ, αρχ. όνομα του μέρους εκείνου της Φωκίδας στους πρόποδες του Παρνασσού, όπου βρισκόταν η πόλη των Δελφών, σε Όμηρ. κ.λπ.