LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "Παιώνιος"
- Παιώνιος, -α, -ον (Παιών)· I. 1. αυτός που ανήκει στον Παιάνα, ιατρικός, θεραπευτικός, σε Αισχύλ., Σοφ., Αριστοφ.· Παιωνιὰς σοφία, η θεραπευτική τέχνη, ιατρική, σε Ανθ. 2 α) ως ουσ., Παιώνιος, ὁ, θεραπευτής, κατευναστικός, καταπραϋντικός, με γεν., σε Σοφ. β)Παιώνια, τά, γιορτή του Παιάνα, σε Αριστοφ. II. όμοιος με παιάνα ή ύμνο της νίκης, σε Αισχύλ.

