Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Μηλιεύς"

Βρέθηκε 1 λήμμα
Μηλιεύς, I. κάτοικος της Μηλίδος (Μῆλις), Μηλιέας, πληθ. Μηλιέες, σε Ηρόδ.· στην αρχ. Αττ. Μηλιῆς, σε Σοφ., Θουκ. II. ως επίθ. Μηλιεὺς κόλπος, ο Μαλιακός κόλπος, σε Ηρόδ.· Μηλιακός, , -όν, σε Θουκ.· θηλ. Μηλὶς λίμνη = Μηλιεὺς κόλπος, σε Σοφ.