Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Μέμνων"

Βρέθηκε 1 λήμμα
Μέμνων, -ονος, (μένω), Σταθερός, Αμετακίνητος ή Αποφασιστικός (πρβλ. Ἀγαμέμνων), Μέμνων, γιος της Ηούς και του Τιθωνού, που δολοφονήθηκε από τον Αχιλλέα, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.· απ' όπου, Μεμνόνειος, , -ον, λέγεται για τον Μέμνονα· Μεμνόνειον, τό, ναός του Μέμνονα στην Αίγυπτο, σε Λουκ.· τὰβασιλήϊα τὰ ΜεμνόνειαΜεμνόνια), σε Ηρόδ.