LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "Κρής"
- Κρής, ὁ, γεν. Κρητός, πληθ. Κρῆτες, -ῶν, I. Κρητικός, σε Όμηρ. κ.λπ.· θηλ. Κρῆσσα, -ης, σε Αισχύλ. II. ως επίθ., Κρητικός, σε Σοφ.· επίσης Κρήσιος, -α, -ον, στον ίδ., Ευρ.
- κρῆς, Δωρ. αντί κρέας.

