Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της

των Μανόλη Βουτυρά & Αλεξάνδρας Γουλάκη-Βουτυρά
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

  • 307. Σχεδιαστική αναπαράσταση του Φάρου της Αλεξανδρείας.

  • 308. Άγαλμα του καθιστού Σάραπη. Αλεξάνδρεια, Αρχαιολογικό Μουσείο.

8.1.1. Η Αλεξάνδρεια

Η σπουδαιότερη και η πιο γνωστή από τις νέες πόλεις ήταν η Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, η πρώτη πόλη με αυτό το όνομα που ίδρυσε ο Μέγας Αλέξανδρος, όταν κατέκτησε την Αίγυπτο το 332 π.Χ. Η πόλη χτίστηκε στη δυτική πλευρά του Δέλτα του Νείλου, σε μια στενή λωρίδα γης ανάμεσα στη θάλασσα και τη λίμνη Μαρεώτιδα, που γέμιζε με νερό το καλοκαίρι, όταν πλημμύριζε ο ποταμός. Τη θέση την επέλεξε ο ίδιος ο Αλέξανδρος, ο οποίος ενέκρινε και το πολεοδομικό της σχέδιο, αλλά η εκτέλεση των έργων κράτησε πολλά χρόνια και ολοκληρώθηκε μετά τον θάνατό του, όταν βασιλιάς της Αιγύπτου ήταν ο στρατηγός του Πτολεμαίος ο Λάγου. Οι διάδοχοι του Πτολεμαίου, που πήραν όλοι το ίδιο όνομα με εκείνον, κυβέρνησαν τη χώρα ως το 31 π.Χ. Στα χρόνια των Πτολεμαίων η Αλεξάνδρεια έγινε το μεγαλύτερο λιμάνι της Μεσογείου, από όπου διοχετεύονταν στις αγορές τα προϊόντα της Αιγύπτου, αλλά και τα εμπορεύματα που έφταναν εκεί με καραβάνια από την Αφρική και την Ασία. Το εμπόριο δημιούργησε μεγάλο πλούτο και αυτός με τη σειρά του οδήγησε στην κατασκευή επιβλητικών μνημείων και πολυτελών έργων τέχνης. Οι αρχαίοι συγγραφείς μιλούν με θαυμασμό για την πόλη, περιγράφουν τη θέση της και το πολεοδομικό της σχέδιο και αναφέρουν κάποια από τα σπουδαιότερα κτίσματά της. Τα αρχαία λείψανα που έφεραν στο φως οι ανασκαφές στα νεότερα χρόνια, παρ᾽ όλο το ενδιαφέρον που παρουσιάζουν, δεν είναι δυστυχώς αντίστοιχα με τις πληροφορίες των αρχαίων συγγραφέων για τον πλούτο και τη μεγαλοπρέπεια της ελληνιστικής Αλεξάνδρειας.

Το πιο εντυπωσιακό από τα οικοδομήματα της Αλεξάνδρειας ήταν εκείνο που πρωτοαντίκριζε όποιος έφτανε στην πόλη από τη θάλασσα: ένας τεράστιος πύργος χτισμένος σε ένα μικρό νησάκι που λεγόταν Φάρος, σε μικρή απόσταση από την είσοδο του εμπορικού λιμανιού. Στο επάνω μέρος του πύργου υπήρχε ένας ειδικά διαμορφωμένος χώρος, όπου έκαιγε μονίμως μια μεγάλη φωτιά που φαινόταν από πολύ μακριά και βοηθούσε τους ναυτικούς να οδηγήσουν τα πλοία τους με σχετική ασφάλεια στο λιμάνι. Η βοήθεια ήταν απαραίτητη, γιατί η ακτή στην περιοχή του Δέλτα του Νείλου είναι χαμηλή, χωρίς κανένα ευδιάκριτο ύψωμα που θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως σημάδι για να χαράξουν οι κυβερνήτες την πορεία τους. Επιπλέον μπροστά στην είσοδο του λιμανιού της Αλεξάνδρειας υπήρχαν ύφαλοι, που έκαναν την προσέγγιση επικίνδυνη, ειδικά τη νύχτα. Το δυνατό φως του πύργου ήταν επομένως διπλά χρήσιμο για τους ναυτικούς. Ο φωτεινός πύργος έγινε γνωστός σε όλο τον κόσμο ως Φάρος της Αλεξανδρείας, παίρνοντας το όνομα του νησιού στο οποίο βρισκόταν, και συγκαταλέχθηκε ανάμεσα στα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου. Ο Φάρος άρχισε να χτίζεται στις αρχές του 3ου αιώνα, στα χρόνια του Πτολεμαίου Α', πιθανότατα το 297 π.Χ., και εγκαινιάστηκε το 285 π.Χ.· την πρωτοβουλία για την κατασκευή του την είχε ο Σώστρατος Δεξιφάνους από την Κνίδο, όπως μαθαίνουμε από ένα επίγραμμα του ποιητή Ποσειδίππου από την Πέλλα. Τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν ήταν τοπικός ασβεστόλιθος και γρανίτης. Το κύριο κτίσμα, ο πύργος (εικ. 307), περιβαλλόταν από μια τετράπλευρη στοά και χωριζόταν σε τρία τμήματα: Το πρώτο τμήμα είχε τετράγωνη κάτοψη και ύψος περίπου 70 m, και κατέληγε σε έναν εξώστη με αγάλματα Τριτώνων, που φυσούσαν μέσα σε μεγάλα κοχύλια στις τέσσερις γωνίες του. Τα αγάλματα αυτά μπορούσαν να παράγουν δυνατό ήχο που οδηγούσε τα πλοία σε περίπτωση ομίχλης. Το δεύτερο τμήμα είχε ύψος σχεδόν 30 m, ήταν οκταγωνικό και είχε και αυτό εξώστη, επάνω στον οποίο πατούσε το τρίτο τμήμα, κυλινδρικού σχήματος και με ύψος 9 m, όπου όλη τη νύχτα έκαιγε φωτιά. Τα ξύλα για την τροφοδοσία της φωτιάς τα έφερναν ζώα, που ανέβαιναν ως τους αποθηκευτικούς χώρους με ράμπες. Στην κορυφή υπήρχε ένα άγαλμα του Διός Σωτήρος, θεού που έσωζε τους ναυτικούς από τους κινδύνους. Πρόσφατες ανασκαφικές έρευνες στη θάλασσα, κοντά στη θέση του Φάρου, έφεραν στο φως τμήματα μεγάλων αγαλμάτων από γρανίτη, που ήταν ενσωματωμένα στο χαμηλότερο επίπεδο του πύργου και εικονίζουν έναν Πτολεμαίο ως φαραώ μαζί με τη γυναίκα του: πρόκειται πιθανότατα για τον Πτολεμαίο Α', που επονομαζόταν Σωτήρ. Τα αγάλματα τόνιζαν επομένως την κύρια λειτουργία του Φάρου, που ήταν η σωτηρία των ναυτικών και των πλοίων τους, συνδέοντάς τη με τη δυναστεία των Πτολεμαίων. Η φήμη του Φάρου της Αλεξανδρείας ήταν τέτοια, ώστε με τον καιρό επικράτησε να ονομάζονται φάροι όλοι οι πύργοι με φως στην κορυφή τους που χτίζονται σε ακρωτήρια ή επικίνδυνες ακτές για να καθοδηγούν τα πλοία.

Τα ανάκτορα των Πτολεμαίων ήταν ένα ξεχωριστό οικοδομικό συγκρότημα που καταλάμβανε περισσότερο από το 1/4 της πόλης. Το συγκρότημα των ανακτόρων επεκτάθηκε με την πάροδο του χρόνου, καθώς οι νεότεροι βασιλείς συνέχισαν να προσθέτουν νέες πτέρυγες. Συνδεδεμένο με το ανακτορικό συγκρότημα ήταν, σύμφωνα με τις πληροφορίες που διαθέτουμε, το Μουσείον (ιερό των Μουσών), ένα ίδρυμα αφιερωμένο στη μελέτη της λογοτεχνίας και στην καλλιέργεια των επιστημών, όπου βρισκόταν και η περίφημη Βιβλιοθήκη της Αλεξανδρείας, η μεγαλύτερη του αρχαίου κόσμου.

Στην Αλεξάνδρεια υπήρχε επίσης ένα μνημειακό ταφικό οικοδόμημα, φτιαγμένο για να υποδεχτεί τα λείψανα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που κατέληξαν εκεί μετά από αρκετές περιπλανήσεις. Τέλος, πρέπει να αναφέρουμε το Σαραπιείο, τον μεγαλοπρεπή ναό του Σάραπη, ενός νέου θεού με αιγυπτιακό όνομα αλλά με ελληνικά χαρακτηριστικά. Η λατρεία ξεκίνησε από τη Μέμφιδα, όπου τιμούσαν έναν Αιγύπτιο θεό με μορφή ταύρου που ονομαζόταν Οσάραπις (< Όσιρις + Άπις, "Άπις που γίνεται Όσιρις μετά τον θάνατο του"). Αλλά στο τέλος του 4ου αιώνα π.Χ. ο θεός-ταύρος της Μέμφιδας αναμορφώθηκε ριζικά, έγινε ανθρωπόμορφος και η λατρεία του εξαπλώθηκε γρήγορα σε όλο τον ελληνικό κόσμο. Για τη δημιουργία της νέας οικουμενικής λατρείας του Σάραπη συνεργάστηκαν δύο ιερείς και θεολόγοι: ένας Έλληνας, ο Τιμόθεος από την Ελευσίνα, και ένας Αιγύπτιος, ο Μανέθων. Ο νέος θεός έγινε γρήγορα εξαιρετικά δημοφιλής, ιδιαίτερα ανάμεσα στους εμπόρους, οι οποίοι πίστευαν ότι ο Σάραπης, μαζί με την αδελφή του την Ίσιδα (μια παμπάλαια αιγυπτιακή θεά), τους προστάτευε από τους κινδύνους των μακρινών ταξιδιών. Ιερά του Σάραπη και της Ίσιδας ιδρύθηκαν ήδη από τον 3ο αιώνα π.Χ. σε πολλές πόλεις της ανατολικής Μεσογείου, κυρίως σε λιμάνια. Αργότερα η λατρεία των δύο «Αιγυπτίων» θεών εξαπλώθηκε και στην Ιταλία. Τα αγάλματα του Σάραπη τον δείχνουν συνήθως καθιστό σε θρόνο (εικονίζεται όμως και όρθιος) με σκήπτρο στο χέρι και δίπλα του τον τρικέφαλο φύλακα του Άδη, τον Κέρβερο, πράγμα που σημαίνει ότι ήταν θεός του κάτω κόσμου και επομένως πλουτοδότης, όπως ακριβώς και ο Πλούτων. Γι᾽ αυτό βλέπουμε συχνά τον Σάραπη να κρατάει το κέρας της Αμαλθείας. Το μεγαλύτερο γνωστό άγαλμα του καθιστού Σάραπη (ύψος 1,90 m) βρέθηκε στην Αλεξάνδρεια (εικ. 308) και χρονολογείται πιθανότατα στα ελληνιστικά χρόνια, αν και μια στενότερη χρονολόγηση δεν είναι εύκολη (ίσως 2ος αιώνας π.Χ.).

Εκτός από τα μεγάλα οικοδομήματα της Αλεξάνδρειας γνωρίζουμε και πολυτελείς κατασκευές που είχαν γίνει κατά παραγγελία των Πτολεμαίων και είχαν προκαλέσει τον γενικό θαυμασμό. Μία από αυτές ήταν η περίφημη Θαλαμηγός, ένα μεγάλο ποταμόπλοιο, το οποίο οι Πτολεμαίοι χρησιμοποιούσαν για να ταξιδεύουν στον Νείλο και διέθετε πολυάριθμα δωμάτια (θαλάμους) και αίθουσες συμποσίων. Η Θαλαμηγός μάς είναι γνωστή από μια λεπτομερή περιγραφή του Καλλιξένου του Ρόδιου, ενός συγγραφέα του 3ου αιώνα π.Χ., την οποία μας διέσωσε ο Αθήναιος. Ιδιαίτερα εντυπωσιακός ήταν ο διάκοσμος του πλοίου με έργα τέχνης από χρυσάφι, ελεφαντόδοντο και άλλα πολύτιμα υλικά.