Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Ιστορία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας

του Α.-Φ. Χριστίδη

7. Η αρχιτεκτονική της γλώσσας και η αρχαία ελληνική γλώσσα

Και πάλι για το ρήμα

Η μορφή του ρήματος δεν αλλάζει μόνο ανάλογα με τον χρόνο που εκφράζει, αλλά και με το πρόσωπο και τον αριθμό  . Όπως ξέρουμε, το ρήμα στα νέα ελληνικά έχει καταλήξεις που δηλώνουν το πρόσωπο και τον αριθμό:


(εγώ) φεύγ-ω
(εσύ) φεύγ-εις
(αυτός, -ή, -ό) φεύγ-ει
(εμείς) φεύγ-ουμε
(εσείς) φεύγ-ετε
(αυτοί, -ές, -ά) φεύγ-ουν

Τί είναι οι καταλήξεις; Όπως και στην περίπτωση του ε, της αύξησης (π.χ. έ-φυγε), είναι «παλιές» λέξεις που έγιναν «ένα» με το ρήμα - αυτή τη φορά στο τέλος του και όχι στην αρχή του. Αλλά τί είδους λέξεις ήταν; Δεν μπορεί παρά να ήταν «παλιές» προσωπικές αντωνυμίες (προσέξτε την ομοιότητα του πρώτου προσώπου (φεύγ-ω) με την αντωνυμία του πρώτου προσώπου εγ-ώ), που «μίκρυναν» και «κόλλησαν» στο ρήμα - ενσωματώθηκαν σ' αυτό.

Δύο λόγια για τον αριθμό. Αν το σκεφτείτε λίγο, θα καταλάβετε ότι ο αριθμός «περιττεύει» στο ρήμα. Ας δούμε ένα παράδειγμα:


Τα παιδιά έφυγαν.

Ο αριθμός «ανήκει» στο ουσιαστικό παιδί, γιατί αναφέρεται σε κάτι που μπορεί να μετρηθεί. Δεν ισχύει όμως το ίδιο και για την πράξη στην οποία αναφέρεται το ρήμα. Αυτό φαίνεται καθαρά αν παραφράσουμε την πρόταση Τα παιδιά έφυγαν σε φυγή των παιδιών. Λέμε η φυγή και όχι οι φυγές των παιδιών. Ο αριθμός λοιπόν δεν χρειάζεται στο ρήμα, γιατί το ρήμα δεν αναφέρεται σε κάτι «μετρήσιμο». Γιατί όμως εμφανίζεται και στο ρήμα; Ή, αλλιώς, γιατί, όπως λέμε, το ρήμα συμφωνεί με το υποκείμενο του ως προς τον αριθμό; Αυτό είναι ένα από τα μυστικά της γλώσσας. Συχνά επαναλαμβάνονται πλεοναστικά πληροφορίες, όπως στην περίπτωση του αριθμού στο ρήμα, για να εξασφαλιστεί η σαφήνεια του μηνύματος που στέλνουμε στον συνομιλητή μας.

Πριν αφήσουμε το ρήμα θα πρέπει να συζητήσουμε μερικά ακόμα ζητήματα. Το «κομμάτι» του ρήματος που «κουβαλάει» τη σημασία του ρήματος είναι η ρίζα του. Έτσι, στο ρήμα φεύγ-ω η ρίζα είναι το «κομμάτι» φευγ-. Αλλά η ρίζα αυτή δεν είναι «σταθερή»: έ-φευγ-ε, φεύγ-ει αλλά έ-φυγ-ε, θα φύγ-ει, να φύγ-ει. Ο τύπος φευγ- εμφανίζεται στον ενεστώτα, στον χρόνο που δηλώνει ότι κάτι γίνεται ταυτόχρονα με τη στιγμή της εκφώνησης (ο Γιάννης φεύγει) ή συνήθως (ο Γιάννης φεύγει κάθε φορά που θυμώνει). Εμφανίζεται επίσης όταν δηλώνεται η διάρκεια (θυμηθείτε την όψη του ρήματος που συζητήσαμε νωρίτερα): έφευγε, θα φεύγει, να φεύγει. Σε ορισμένα ρήματα (ονομάζονται συνήθως ανώμαλα) αυτή η αλλαγή είναι ακόμα πιο δραστική, π.χ. βλέπω, είδα. Εδώ το ρήμα γίνεται «αγνώριστο» στον αόριστο. Γιατί συμβαίνει αυτό; Απλά, γιατί ο αόριστος κατασκευάζεται από ένα άλλο, ξέχωρο ρήμα με συγγενική σημασία, που συγχωνεύθηκε με αυτό που δίνει τον ενεστώτα βλέπω. Έχουμε δηλαδή την ένωση δύο ξεχωριστών ρημάτων που μοιράζονται τους διάφορους τύπους  .

Εικ. 5: Τρέχω (χρόνος-πρόσωπο-αριθμός), κόκκινο = α΄ πρόσ., μωβε = β΄ πρόσ., θαλασσί = γ΄ πρόσ.

 

Ερώτηση

Γνωρίζετε άλλες γλώσσες που διαθέτουν ανώμαλα ρήματα; Να αναφέρετε μερικά.

Απάντηση

Στα αγγλικά, ας πούμε, ενώ ο αόριστος σχηματίζεται κανονικά με την κατάληξη -ed, π.χ. stay (που σημαίνει «μένω») ~ stayed, ο αόριστος του go (που σημαίνει «πηγαίνω») είναι went, του write (που σημαίνει «γράφω») είναι wrote, του eat (που σημαίνει «τρώω») είναι ate κλπ.