Εξώφυλλο

Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός

Αρχαία Ελληνική Ιστοριογραφία

του Α. Ρεγκάκου (με τη συνεργασία του Ν. Μήλτσιου)

Γ4. Πολύβιος

Βιογραφικά/Εργογραφικά: Ο Πολύβιος γεννήθηκε γύρω στο 200 π. Χ. στη Μεγαλόπολη της Αρκαδίας. Ανήκε σε οικογένεια που μετείχε ενεργά στην πολιτική ζωή του τόπου. Ο πατέρας του Λυκόρτας, φίλος και ομοϊδεάτης του Φιλοποίμενα, υπήρξε ηγετική φυσιογνωμία της Αχαϊκής Συμπολιτείας, ενώ και ο ίδιος Πολύβιος έγινε το 169 αρχηγός του ιππικού, καταλαμβάνοντας έτσι ένα από τα σημαντικότερα αξιώματα. Η πολιτική δραστηριότητα του Πολύβιου έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη μετέπειτα πορεία του. Ύστερα από την ήττα των Μακεδόνων στην Πύδνα το 168, οδηγήθηκε στη Ρώμη μαζί με άλλους επιφανείς Αχαιούς που θεωρούνταν ότι έτρεφαν εχθρικές διαθέσεις προς τη νέα επίδοξη υπερδύναμη. Στη Ρώμη έγινε δεκτός στην οικογένεια του Αιμίλιου Παύλου, άσκησε, όπως αναφέρει ο ίδιος (32.9ff.), μεγάλη επιρροή στον νεαρό Σκιπίωνα Αιμιλιανό, και στα 16 χρόνια που διήρκεσε ο εκπατρισμός του είχε τη δυνατότητα να συναναστραφεί εξέχουσες προσωπικότητες και να συλλέξει από πρώτο χέρι πληροφορίες για την ιστορία της Ρώμης και το πολίτευμά της. Γύρισε στην Ελλάδα το 150 μαζί με όσους ομήρους είχαν επιζήσει, σύντομα όμως κλήθηκε να συνοδεύσει τον Σκιπίωνα στην εκστρατεία του στην Αφρική. Σε αυτή την εποχή τοποθετείται και το εξερευνητικό ταξίδι που πραγματοποίησε στη Δύση, στις ακτές της Αφρικής, της Ιβηρίας και της Γαλατίας. Όταν ο Πολύβιος επέστρεψε στην Ελλάδα, είχε ήδη συντελεστεί η διάλυση της Αχαϊκής Συμπολιτείας το 146. Χάρη στις υψηλές γνωριμίες του, ανέλαβε τον ρόλο διαμεσολαβητή ανάμεσα στους Ρωμαίους και τους υπόδουλους συμπατριώτες του, ανακουφίζοντας το βάρος του ρωμαϊκού ζυγού επί των Ελλήνων. Στο πλαίσιο αυτών των διαπραγματεύσεων, ο Πολύβιος εξιστορεί ότι ταξίδεψε εκ νέου στη Ρώμη (39.8.1). Για τις υπηρεσίες του οι συμπατριώτες του τον τίμησαν ως δημόσιο ευεργέτη. Οι πληροφορίες που σχετίζονται με τη δράση του στα επόμενα χρόνια και που αφορούν τη συμμετοχή του στην ισπανική εκστρατεία του Σκιπίωνα και στην άλωση της Νουμαντίας δεν προέρχονται από το έργο του και δεν επιβεβαιώνονται. Πιο σοβαρά αμφισβητείται η αξιοπιστία της πηγής που αναφέρει ότι ο Πολύβιος πέθανε σε ηλικία 82 ετών πέφτοντας από άλογο, αν και η εικόνα του δραστήριου άνδρα που προβάλλει για τον Πολύβιο ομολογουμένως συνάδει με τον χαρακτήρα του όπως παρουσιάζεται στο έργο του.

Η δραστήρια φύση του Πολύβιου δεν λειτούργησε ανασταλτικά ως προς τη συγγραφική του παραγωγή. Οι Ιστορίες του, το έργο που συνέθεσε για να παρουσιάσει στις κατοπινές γενιές την πορεία της Ρώμης προς την κατάκτηση ολόκληρου σχεδόν του τότε γνωστού κόσμου, εκτείνεται σε σαράντα βιβλία. Από αυτά ολόκληρα σώθηκαν, εκτός από μερικά κενά, τα βιβλία 1-5, ενώ για τα υπόλοιπα στηριζόμαστε στη χρήση του έργου από άλλους συγγραφείς και σε αποσπάσματα, που η έκτασή τους είναι πολύ διαφορετική για τα επιμέρους βιβλία. Χάθηκαν επίσης τα μικρότερα έργα που φέρεται να συνέγραψε ο Πολύβιος, ο εγκωμιαστικός Βίος Φιλοποίμενος, τα Τακτικά, η γεωγραφική πραγματεία Περὶ τῆς περὶ τὸν ἰσημερινὸν οἰκήσεως, και η μονογραφία για τον Νουμαντιακό πόλεμο. Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί ότι το σωζόμενο κείμενο των Ιστοριών, έστω και στην τωρινή αποσπασματική του κατάσταση, υπερβαίνει κατά πολύ σε έκταση τα έργα του Ηρόδοτου και του Θουκυδίδη.

 

Δομή και Περιεχόμενο των Ιστοριών: Ο Πολύβιος επέλεξε ως χρονική αφετηρία του έργου του την 140ή Ολυμπιάδα (220-217). Πίστευε ότι η περίοδος αυτή, κατά την οποία είχαν ξεσπάσει σχεδόν ταυτόχρονα τρεις μεγάλες συγκρούσεις (στη Δύση ο Αννιβαϊκός πόλεμος, στην Ελλάδα ο πόλεμος των Συμπολιτειών, και στην Ανατολή ο πόλεμος ανάμεσα στον Αντίοχο και τον Πτολεμαίο τον Φιλοπάτορα), σηματοδότησε την απαρχή μιας θεμελιώδους αλλαγής στον ρου της παγκόσμιας ιστορίας. Από αυτή την εποχή η ιστορία αρχίζει να αποτελεί ένα οργανικό σύνολο, να γίνεται σωματοειδής, και τα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα στα διάφορα σημεία του κόσμου, και που πρωτύτερα δεν σχετίζονταν μεταξύ τους, αποκτούν αιτιακή αλληλεξάρτηση και αλληλεπιδρούν πλέον ως προς τους σκοπούς τους. Αποτέλεσμα αυτής της ιστορικής συγκυρίας ήταν το πρωτοφανές κατόρθωμα των Ρωμαίων να υποτάξουν όλα σχεδόν τα έθνη του κόσμου σε λιγότερο από 53 χρόνια. Το αρχικό σχέδιο του Πολύβιου προέβλεπε να καταγράψει τις επιτυχίες των Ρωμαίων αυτή την περίοδο, που ξεκινούσε από τις παραμονές του Αννιβαϊκού πολέμου (220) και έφθανε μέχρι τη μάχη της Πύδνας και την κατάκτηση της Μακεδονίας (168). Κατοπινά γεγονότα, ωστόσο, όπως η καταστροφή της Καρχηδόνας και η διάλυση της Αχαϊκής Συμπολιτείας, τον ώθησαν να διευρύνει το σχέδιο αυτό και να ορίσει ως τέρμα των Ιστοριών το 144.

Όπως ο Ηρόδοτος και ο Θουκυδίδης πριν από αυτόν, έτσι και ο Πολύβιος προτάσσει στο κυρίως μέρος του έργου ένα εισαγωγικό τμήμα, τη λεγόμενη προκατασκευή, η οποία καλύπτει τα δύο πρώτα βιβλία και πραγματεύεται γεγονότα της εποχής από το 264 έως το 220. Εδώ εξιστορεί τον πρώτο Καρχηδονιακό πόλεμο, τον πόλεμο που ακολούθησε ανάμεσα στους Καρχηδόνιους και τους μισθοφόρους τους, τις μάχες των Ρωμαίων εναντίον των Γαλατών, καθώς και την παλαιότερη ιστορία της Αχαϊκής Συμπολιτείας. Μέχρι το 5ο βιβλίο συνηθίζει να ολοκληρώνει την αφήγηση των γεγονότων που τον απασχολούν πριν προχωρήσει στα επόμενα. Από το 7ο βιβλίο όμως και εξής, όταν δηλαδή φθάνει στην εποχή που αρχίζει η συμπλοκή των γεγονότων, υιοθετεί τη μέθοδο του χρονικού και αφηγείται τα γεγονότα που συνέβησαν τον ίδιο χρόνο σε διάφορα μέρη του κόσμου, ακολουθώντας μια συγκεκριμένη σειρά, από την οποία σπάνια αποκλίνει. Ξεκινάει πάντα από την Ιταλία και τη Ρώμη, και συνεχίζει με τη Σικελία, την Ισπανία, την Καρχηδόνα, τη Νότια Ελλάδα, τη Μακεδονία, την Ασία και την Αίγυπτο, επαναλαμβάνοντας την περιδιάβασή του στις τρεις ηπείρους για κάθε έτος που καλύπτει το έργο του. Στη χρονολογική ταξινόμηση του υλικού του ο Πολύβιος χρησιμοποιεί τον υπολογισμό με τις Ολυμπιάδες. Η πάγια τακτική του είναι να αφιερώνει δύο βιβλία σε κάθε Ολυμπιάδα, έτσι ώστε το κάθε βιβλίο να περιλαμβάνει τα γεγονότα δύο ετών. Ωστόσο, ανάλογα με τη σπουδαιότητα των γεγονότων και την ποσότητα του διαθέσιμου υλικού, ο αφηγηματικός ρυθμός μπορεί άλλοτε να επιβραδύνεται, με αποτέλεσμα ένα βιβλίο να αντιστοιχεί σε ένα μόνο έτος (14, 15, 20, 29), και άλλοτε να επιταχύνεται σε σημείο που ένα βιβλίο να εξαντλεί μια ολόκληρη Ολυμπιάδα (19, 22, 25, 26, 30, 31, 32 και 33).

Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα βιβλία 6, 12 και 34, τα οποία έχουν παρεκβατικό χαρακτήρα. Συγκεκριμένα, στο έκτο ο Πολύβιος διακόπτει την αφήγηση του Αννιβαϊκού πολέμου για να εκθέσει τις αρχές του ρωμαϊκού πολιτεύματος αλλά και κάποια στοιχεία που σχετίζονται με την οργάνωση του στρατού και του καθημερινού βίου των Ρωμαίων. Στο δωδέκατο, με αφορμή την κριτική που ασκεί στον ομότεχνό του Τίμαιο τον Ταυρομενίτη, παραθέτει πληροφορίες αναφορικά με τη μεθοδολογία της ιστοριογραφίας. Τέλος, το τριακοστό τέταρτο βιβλίο είναι εξ ολοκλήρου αφιερωμένο στην πραγμάτευση γεωγραφικών ζητημάτων. Αναμφίβολα, μεγάλο μέρος της φήμης του Πολύβιου ως συγγραφέα οφείλεται στη διεξοδικότητα των παρεκβατικών αυτών αναλύσεων.

 

Αφηγηματική τεχνική: Το χαρακτηριστικότερο ίσως γνώρισμα του αφηγητή των Ιστοριών είναι η έντονη παρεμβατικότητά του. Κανείς άλλος αρχαίος Έλληνας ιστορικός, του οποίου το έργο σώζεται, δεν θα μπορούσε να συγκριθεί με τον Πολύβιο ως προς το πλήθος των παρεμβάσεών του. Ο Πολύβιος συστηματικά απευθύνεται στους αποδέκτες της αφήγησής του σε πρώτο πρόσωπο για να αιτιολογήσει τις συγγραφικές του επιλογές, να ανακεφαλαιώσει όσα έχει ήδη εκθέσει, να ασκήσει κριτική σε ομοτέχνους του, να αναφέρει επιπλέον πληροφορίες που μπορούν να βοηθήσουν τους αναγνώστες του, και να σχολιάσει τα γεγονότα και τους χαρακτήρες που παρουσιάζει. Οι μετα-αφηγηματικές αυτές παρατηρήσεις, που μπορεί είτε να επισυνάπτονται στο τέλος μιας αφηγηματικής ενότητας ως ἐπιμετρῶν λόγος είτε να παρεμβάλλονται στην αφήγηση, ενισχύουν την επικοινωνία ανάμεσα στον αφηγητή και τον αποδέκτη του προς όφελος και των δύο. Αφενός επιτρέπουν στον αφηγητή να οργανώσει το κείμενο, να εξηγήσει ό,τι διαφορετικά θα μπορούσε να παρερμηνευθεί ή να μείνει ασαφές, και να προκαταλάβει ενδεχόμενες αντιδράσεις και ενστάσεις εκ μέρους των αναγνωστών ή των ομοτέχνων του. Αφετέρου εφοδιάζουν τους αποδέκτες με απαραίτητες πληροφορίες, βοηθώντας τους να κατανοήσουν καλύτερα και σφαιρικότερα τα γεγονότα.

Παρά τη συχνότητά τους, ωστόσο, οι πρωτοπρόσωπες παρεμβάσεις του αφηγητή των Ιστοριών δεν επισκιάζουν τις συνθετικές ικανότητες και τις ενορχηστρωτικές αρετές του. Τα αφηγηματική τμήματα διακρίνονται για την επιμελημένη κατασκευή τους. Η εναλλαγή των θεάτρων δράσης που επαναλαμβάνεται στην αφήγηση κάθε έτους παρέχει στον αφηγητή τη δυνατότητα όχι μόνο να παρουσιάσει τα γεγονότα που εκτυλίσσονται (σχεδόν) ταυτόχρονα σε διάφορες περιοχές της οικουμένης αλλά να τα συσχετίσει και να τονίσει τα σημεία επαφής και τις διασυνδέσεις τους. Ο παραλληλισμός των γεγονότων επιτυγχάνεται ακόμη με τη βοήθεια των ποικίλων αναχρονιών που χρησιμοποιούνται στην αφήγηση. Τα διάφορα είδη αχρονικής διευθέτησης (αναλήψεις, προλήψεις) αναδεικνύουν σχέσεις αντίθεσης ή αναλογίας ανάμεσα στα γεγονότα, φωτίζοντας από πολλές πλευρές κεντρικά ζητήματα του έργου.

Οι αφηγηματικές δεξιότητες του Πολύβιου είναι ιδιαίτερα εμφανείς και στους τρόπους με τους οποίους αξιοποιείται η τεχνική της εσωτερικής εστίασης στην παρουσίαση των μαχών και γενικότερα των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Στις περιπτώσεις αυτές η εσωτερική εστίαση λειτουργεί για να καταδείξει πώς τα οπτικά ερεθίσματα και οι νοητικές διεργασίες των αντιμαχόμενων καθορίζουν το αποτέλεσμα της σύγκρουσης. Επιπλέον, οι συχνές εναλλαγές της εστίασης τοποθετούν τον αποδέκτη στη θέση ενός σύγχρονου παρατηρητή, δημιουργώντας κατ' αυτόν τον τρόπο προσδοκίες στο επίπεδο της ανάγνωσης παρόμοιες με εκείνες των χαρακτήρων στο επίπεδο της ιστορίας. Η εστίαση χρησιμεύει επίσης στην αποκάλυψη των κινήτρων πίσω από τις επιλογές και τις ενέργειες των χαρακτήρων. Όπως στον Ηρόδοτο και τον Θουκυδίδη, έτσι και στον Πολύβιο η πρόσβαση που παρέχει στις νοητικές λειτουργίες των πρωταγωνιστών δεν συνεισφέρει απλώς στην ερμηνεία των ατομικών και συλλογικών συμπεριφορών που καταγράφονται στην αφήγηση, αλλά και στην κατάρτιση σχημάτων που αποσκοπούν στη σύλληψη μόνιμων ανθρώπινων χαρακτηριστικών μέσα από την αναπαράσταση συγκεκριμένων καταστάσεων.

 

Ιστορική μέθοδος: Ο Πολύβιος, σε αντίθεση με άλλους ιστορικούς, θίγει πολύ συχνά ζητήματα που αφορούν τη μεθοδολογία της ιστοριογραφίας. Η συχνότητα των σχετικών παρατηρήσεων, ιδιαίτερα εντυπωσιακή αν λάβει κανείς υπόψη την αποσπασματική κατάσταση του έργου, οδήγησε τον Benedetto Croce να χαρακτηρίσει τον Πολύβιο ως τον Αριστοτέλη της ελληνικής ιστοριογραφίας. Πράγματι, όπως επισημαίνεται συχνά, το έργο του Πολύβιου περιέχει υλικό που θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελέσει ένα εγχειρίδιο μεθοδολογίας της ιστορίας. Οι παρατηρήσεις αυτές βέβαια δεν είναι συγκεντρωμένες σε ένα βιβλίο, αλλά διατυπώνονται σε διάσπαρτα σημεία των Ιστοριών, και συνηθέστερα εκεί όπου ο Πολύβιος εμφανίζεται να διαφωνεί με τους ομοτέχνους του.

Ο Πολύβιος πρεσβεύει ότι η παρουσίαση των ιστορικών γεγονότων με ακρίβεια συνιστά θεμελιακή υποχρέωση του ιστορικού. Διαφορετικά, όπως παρατηρεί χαρακτηριστικά, αν αφαιρέσει κανείς την αλήθεια από την ιστορία, τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα (αυτό που απομένει είναι μια ανώφελη διήγηση, 1.14.7). Προκειμένου να συνθέσει ένα ωφέλιμο έργο, ο ιστορικός οφείλει να παρουσιάζει τα γεγονότα όπως έγιναν, να αποστασιοποιείται από τους χαρακτήρες που σχολιάζει, και να τους αξιολογεί ανάλογα με τις πράξεις τους. Ο Πολύβιος αναφέρει τρεις βασικές προϋποθέσεις για τη συγγραφή ιστορίας: α) τη μελέτη και κριτική των πηγών, β) την αυτοψία και γ) την πολιτική και στρατιωτική εμπειρία. Η εξέταση των γραπτών πηγών έχει οπωσδήποτε τη σημασία της, ιδίως σε ό,τι αφορά την εξιστόρηση παλαιότερων γεγονότων, η συγγραφή όμως σύγχρονης ιστορίας απαιτεί ένα είδος έρευνας που δεν διδάσκεται στη βιβλιοθήκη. Οι ιστορικοί που έχουν την εντύπωση ότι είναι ικανοί να ανταποκριθούν στο καθήκον τους με επιτυχία επειδή πέρασαν πολλές ώρες στις βιβλιοθήκες παρομοιάζονται από τον Πολύβιο με ζωγράφους που νομίζουν ότι κατέκτησαν την τέχνη παρατηρώντας τα έργα παλαιών δασκάλων (12.25e 7). Όσον αφορά την αυτοψία, ο Πολύβιος θεωρεί ότι η χρησιμότητά της είναι δεδομένη. Επειδή όμως είναι αδύνατο να βρίσκεται κανείς παντού, ο ιστορικός οφείλει να συμπληρώνει την επιτόπια έρευνά του με την εξέταση αυτοπτών μαρτύρων, και στη συνέχεια να υποβάλλει τις πληροφορίες τους σε κριτικό έλεγχο για να αποφασίσει ποιες θα συμπεριλάβει στο έργο του ως αξιόπιστες και ποιες όχι. Η προφορική εξέταση πρέπει ωστόσο να γίνεται από ιστορικούς με εμπειρία στα πολιτικά και στρατιωτικά ζητήματα, ώστε να κάνουν τις κατάλληλες ερωτήσεις και να αξιοποιούν σωστά τις πληροφορίες που συλλέγουν. Ακόμη και η προσωπική αυτοψία δεν μπορεί να αποτρέψει τον ιστορικό από το να σχηματίσει μια εσφαλμένη άποψη για το τι ακριβώς έγινε, όταν αυτός δεν έχει αρκετή εμπειρία ώστε να ξέρει πού να εστιάσει το βλέμμα του.

Ο Πολύβιος, επομένως, από τη μία πλευρά, αντιπροσωπεύει την επιστροφή στο ιδεώδες του Θουκυδίδη, αντιδρώντας απέναντι στην τάση πολλών ομοτέχνων του που προέκριναν την παροδική συναισθηματική διέγερση και την πρόσκαιρη τέρψη σε βάρος της αλήθειας και της ωφέλειας που αποκομίζει ο αναγνώστης από τη μελέτη της ιστορίας. Ο ίδιος προσδιορίζει το έργο του ως πραγματικὴ ἱστορία, δηλαδή ως ιστορία που παρουσιάζει πολιτικές και στρατιωτικές πράξεις, και καθιστά σαφές ότι απευθύνεται σε αναγνώστες που ενδιαφέρονται για την πολιτική. Από την άλλη πλευρά, όμως, σε αντίθεση με τον Θουκυδίδη, το πλαίσιο μέσα στο οποίο θέλει να εκπληρώσει τους διδακτικούς στόχους του δεν είναι η ιστορική μονογραφία, αλλά η παγκόσμια ιστορία. Η επιλογή του αυτή υπαγορεύεται ασφαλώς σε μεγάλο βαθμό από τις νέες και πρωτοφανείς ιστορικές συνθήκες. Οι ιστορικές μονογραφίες ελέγχονται ανεπαρκείς και ακατάλληλες να αποτυπώσουν την προϊούσα συμπλοκή των γεγονότων. Οι ιστορικοί που επιμένουν να πραγματεύονται τοπικούς πολέμους και περιστασιακά γεγονότα αγνοώντας τη μοναδική αυτή ιστορική εξέλιξη παραλληλίζονται με όσους πιστεύουν ότι επισκεπτόμενοι μεμονωμένες πόλεις ή παρατηρώντας τες σχεδιασμένες χωριστά τη μία από την άλλη αποκτούν μια συνολική θεώρηση του κόσμου. Ο Πολύβιος δεν απορρίπτει το ενδεχόμενο να σχηματίσει κανείς μια ιδέα για το σύνολο από τα μέρη, η πρόσκτηση όμως στέρεας γνώσης είναι τελείως διαφορετική υπόθεση και προϋποθέτει την αντιβολή των επιμέρους στοιχείων που προσφέρει η παγκόσμια ιστορία.

 

Βιβλιογραφία

CHAMPION, C.B. 2004. Cultural Politics in Polybius's Histories, Berkeley κλπ.

ECKSTEIN, A.M. 1995. Moral Vision in the Historiesof Polybius, Berkeley κλπ.

LEHMANN, G.A. 1967. Untersuchungen zur historischen Glaubwürdigkeit des Polybios, Münster.

MCGING, B.C. 2010. Polybius' Histories, Οξφόρδη.

MOHM, S. 1977. Untersuchungen zu den historiographischen Anschauungen des Polybios, Saarbrücken.

PÉDECH, P. 1964. La méthode historique de Polybe, Παρίσι.

WALBANK, F.W. 1957, 1967, 1979. A historical commentary on Polybius, τόμ. 1, βιβλίαI-VI· τόμ. 2, βιβλία VII-XVIII· τόμ. 3, βιβλία XIX-XL, Οξφόρδη.

-, 1972. Polybius, Berkeley κλπ. (Sather Classical Lecturesτόμ. 42).