Εξώφυλλο

Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός

Αρχαία Ελληνική Ιστοριογραφία

του Α. Ρεγκάκου (με τη συνεργασία του Ν. Μήλτσιου)

Γ. Αρχαίοι Έλληνες Ιστοριογράφοι

Γ1. Ηρόδοτος

Βιογραφικά: Ο Ηρόδοτος[3] γεννήθηκε στην Αλικαρνασσό στη νοτιοδυτική Μ. Ασία, μια κυρίως δωρική πόλη, η οποία εντούτοις εμφανίζει ήδη στον 5ο αιώνα π.Χ. και ένα ισχυρό ιωνικό στοιχείο. Ο πατέρας του, ο Λύξης, και ο στενός του συγγενής (θείος ή εξάδελφος) επικός ποιητής Πανύασσις φέρουν καρικά ονόματα· τα ονόματα της μητέρας του (῾Ροιὼ ήΔρυώ) και του αδελφού του (Θεόδωρος) είναι ελληνικά. ο ιστορικός πρέπει να γεννήθηκε το 484 π.Χ. Η οικογένειά του προερχόταν βέβαια από την αριστοκρατική τάξη (Σούδα λ. Ἡρόδοτος)· επειδή όμως συμμετείχε στην προσπάθεια ανατροπής του φιλοπέρση τυράννου της Αλικαρνασσού, του Λύγδαμη, του γιου της βασίλισσας Αρτεμισίας, εξορίστηκε από την πατρίδα του. Ο Ηρόδοτος διέμεινε για κάποιο χρονικό διάστημα στη Σάμο, για να επιστρέψει στην πατρίδα του μετά την πτώση του Λύγδαμη (πριν το 454 π.Χ.). Ο Ηρόδοτος πρέπει να πραγματοποίησε τα μεγάλαταξίδια του στο διάστημα που μεσολάβησε ανάμεσα στηνεπιστροφή του στην πατρίδα και στον επόμενο βεβαιωμένο σταθμότης βιογραφίας του, την Αθήνα. Ο χρόνος και η έκταση των ταξιδιών, καθώς και ο ρόλος που διαδραμάτισαν στη γένεση των Ἱστοριῶν είναι ερωτήματα στα οποία δεν έχει απαντήσει ακόμη με τρόπο οριστικό η έρευνα. Πριν από την περίοδο κατά την οποία διέμεινε στην Αθήνα ο Ηρόδοτος πρέπει να επισκέφθηκε την περσική αυτοκρατορία στην Αφρική και την Ασία, την περιοχή του Ευξείνου Πόντου, τη Θράκη και τη Μακεδονία. Πολύ σημαντικός σταθμός στη ζωή του Ηροδότου υπήρξε η Αθήνα, για την οποία ωστόσο απουσιάζει οποιαδήποτε ένδειξη που να προδίδει αυτοψία. Η διαμονή στην Αθήνα πρέπει να χρονολογηθεί στα μέσα της δεκαετίας του 440 π.Χ., επειδή διαθέτουμε ασφαλείς μαρτυρίες για την ισχυρή εντύπωση που προκάλεσαν οι Ιστορίες στους Αθηναίους κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας αυτής. Αρκεί να θυμηθεί κανείς την Αντιγόνη του Σοφοκλή, και μάλιστα τους περίφημους στίχους 904-920, που βασίζονται στην ιστορία του Ινταφρένη από το τρίτο βιβλίο των Ιστοριών (κεφ. 118 κ.ε.). Ούτε η μαρτυρία που δείχνει ότι τη συγκεκριμένη εποχή πρέπει να αναπτύχθηκε και μια προσωπική σχέση μεταξύ Ηροδότου και Σοφοκλή μπορεί να αμφισβητηθεί σοβαρά: ο Πλούταρχος (Ηθ. 785Β) παραθέτει ένα επίγραμμα, σύμφωνα με το οποίο ο τραγικός ποιητής συνέθεσε σε ηλικία 55 ετών μια ωδή στον Ηρόδοτο. Ακόμη και αν δεν μπορούμε να θεωρήσουμε απολύτως αξιόπιστες τις μαρτυρίες για διάφορες τιμητικές διακρίσεις που απένειμαν οι Αθηναίοι στον Ηρόδοτο (Δίυλλος στο FGrHist 73 F 3, Ευσέβ. Αρμ. Χρον. Ολ. 83.4), το ίδιο το γεγονός των δημόσιων διαλέξεων του Ηροδότου στην Αθήνα δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Για μεγάλο διάστημα η έρευνα θεωρούσε βέβαιο ότι ο Ηρόδοτος συνδέθηκε και με τον Περικλή, και μάλιστα ότι επηρεάστηκε αποφασιστικά από τη γοητεία της προσωπικότητας του Αθηναίου πολιτικού, όπως αποδεικνύει η δήθεν φιλοαθηναϊκή, για την ακρίβεια: «φιλοπερίκλεια», στάση του σε διάφορα τμήματα των Ιστοριών. Όπως όμως έδειξαν νεότερες μελέτες, ο Ηρόδοτος δεν υπήρξε ούτε φανατικός θαυμαστής του Περικλή ούτε μπορεί να επικριθεί για μεροληψία υπέρ των Αθηναίων. Με αφετηρία την Αθήνα ο Ηρόδοτος γνώρισε την Κεντρική και τη Βόρεια Ελλάδα, καθώς και την Πελοπόννησο. Είχε στενούς δεσμούς με τους Θουρίους, αποικία που η Αθήνα ίδρυσε στον κόλπο του Τάραντα το 444/3· σύμφωνα με ορισμένες αρχαίες μαρτυρίες οι Θούριοι είναι ο τόπος θανάτου και ταφής του. Δεν γνωρίζουμε ωστόσο αν ανήκε στην ομάδα των πρώτων αποίκων, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονταν διάσημες προσωπικότητες όπως οι φιλόσοφοι Εμπεδοκλής και Πρωταγόρας. Η χρονολογία θανάτου του ιστορικού, για την οποία δεν διαθέτουμε καμιά αρχαία μαρτυρία, πρέπει να συναχθεί από το ίδιο το έργο. Φαίνεται ότι οι Ιστορίες δημοσιεύθηκαν κατά πάσα πιθανότητα ανάμεσα στο 430 (το πιο πρόσφατο γεγονός που μνημονεύεται στο χωρίο 7.137) και το 424 (έλλειψη αναφοράς στη θανάτωση των Αιγινητών στο χωρίο 6.91).

 

Η δομή του έργου: Τόσο στην έκταση όσο και στη σύλληψή τους οι Ιστορίες σηματοδοτούν μια τομή στην ιστορία του αρχαιοελληνικού πεζού λόγου. Ο συνδυασμός γεγονότων και πράξεων σε ένα ενιαίο σύνολο, η αφηγηματική αναπαράσταση της πορείας τους και η περιγραφή εξελίξεων που αγγίζουν περισσότερες γενιές στο πλαίσιο μιας ιστορίας με πλήθος πρωταγωνιστών: όλα αυτά αποτελούν βασικά στοιχεία της αφηγηματικής τέχνης του Ομήρου. Οι επικές-ομηρικές καταβολές της ηροδότειας αφήγησης αποδεικνύονται και από την ύπαρξη δύο πρόσθετων χαρακτηριστικών. Της μικτής αφηγηματικής μορφής (σύμφωνα με τον περίφημο ορισμό του Πλάτωνα, Πολιτεία 392c-394b), η οποία συνδυάζει την ἁπλῆν διήγησιν με την μίμησιν -η δεύτερη αποτυπώνεται στην παράθεση δημηγοριών· και της εσωτερικής εστίασης, της πρόσβασης στις σκέψεις και τα συναισθήματα των πρωταγωνιστών της ιστορίας, στον εσωτερικό τους κόσμο, που ο Ηρόδοτος αποκαλύπτει στους αναγνώστες μέσω της επαναλαμβανόμενης χρήσης ρημάτων που υπαινίσσονται τις ψυχικές ή πνευματικές διεργασίες των ενεργούντων προσώπων.

Με κριτήριο τις σύγχρονες αντιλήψεις περί ιστοριογραφίας, οι ηροδότειες Ιστορίες αποτελούν ένα πολύχρωμο μωσαϊκό. Πράξεις, έργα, ήθη και έθιμα, θρησκευτικές τελετές, περιγραφές τοποθεσιών, θεωρητικές και πρακτικές παρατηρήσεις συναποτελούν το ηροδότειο έργο. Ο πλούτος του περιεχομένου προαναγγέλλεται ήδη στο προοίμιο: «Ο Ηρόδοτος από την Αλικαρνασσό εκθέτει εδώ τις έρευνές του, για να μην ξεθωριάσει με τα χρόνια ό,τι έγινε από τους ανθρώπους, μήτε έργα μεγάλα και θαυμαστά, πραγματοποιημένα άλλα από τους Έλληνες και άλλα από τους βαρβάρους, να σβήσουν άδοξα· ιδιαίτερα γίνεται λόγος για την αιτία που αυτοί πολέμησαν μεταξύ τους» (Μτφρ. Δ.Ν. Μαρωνίτης).

Η ποικιλία που διακρίνει το περιεχόμενο των Ιστοριών αντιστοιχεί σε μια εξίσου σύνθετη διάρθρωση. Η βασιλεία του Λυδού βασιλιά Κροίσου σηματοδοτεί την αρχή της (κύριας) αφήγησης· η πολιορκία της Σηστού από τους Αθηναίους τον χειμώνα του 479/8, το τελευταίο γεγονός που περιγράφει ο Ηρόδοτος στο χωρίο 9.116-121, ορίζει το τέλος. Ωστόσο, υπερβάσεις των ορίων της χρονικής αυτής περιόδου, η οποία περιλαμβάνει 80 περίπου έτη, σημειώνονται με τις πολυάριθμες αφηγηματικές αναλήψεις και προλήψεις που προσδίδουν στο έργο μεγαλύτερο χρονικό βάθος. To πιο πρόσφατο γεγονός που μνημονεύεται ρητά στις Ιστορίες είναι ο θάνατος των γιων του Σπερθία και του Βούλη στα τέλη του θέρους του 430 (7.137· πρβλ. Θουκ. 2.67), ένας θάνατος που ερμηνεύεται ως τιμωρία για τον ανόσιο φόνο των απεσταλμένων του Δαρείου εκ μέρους των Σπαρτιατών. Οι εξωτερικές προλήψεις, δηλαδή η προοικονομία γεγονότων της λεγόμενης Πεντηκονταετίας και των δύο πρώτων χρόνων του Πελοποννησιακού πολέμου, είναι ιδιαιτέρως σημαντικές για την ερμηνεία του ηροδότειου έργου. Διότι αξιοποιούνται ολοένα και πιο συχνά από τη σύγχρονη έρευνα για να υποστηρίξουν την άποψη ότι οι Ιστορίες αποτελούν μια έμμεση προειδοποίηση του Ηροδότου κατά του αθηναϊκού επεκτατισμού.

Μέσα σε αυτά τα χρονικά όρια η αφήγηση των Ιστοριώνδιαρθρώνεται σε πέντε κύκλους γεγονότων: τον κύκλο σχετικά με τον Λυδό βασιλιά Κροίσο (1.6-94) και τους κύκλους που αφορούν τους τέσσερις Πέρσες βασιλιάδες, τον Κύρο (1.95-216), τον Καμβύση (2.1-3.60), τον Δαρείο (3.61-7.4) και τον Ξέρξη (7.5-9.122). Οι Έλληνες έρχονται στο προσκήνιο μόλις με την έναρξη της ιωνικής επανάστασης (5.28), ενώ, όταν οι Ιστορίες φτάνουν στην κορύφωσή τους με τον κύκλο του Ξέρξη (7.5 κ.ε.), οι Έλληνες διαδραματίζουν πλέον τον κεντρικό ρόλο στην αφήγηση.

Τα μεγάλα γεωγραφικά-εθνογραφικά τμήματα ενσωματώνονται στην κύρια αφήγηση σύμφωνα με τον δεύτερο δομικό κανόνα των Ιστοριών, δηλαδή στα σημεία εκείνα όπου τα διάφορα έθνη έρχονται για πρώτη φορά σε επαφή με την περσική αυτοκρατορία, και ειδικότερα με τον επεκτατισμό της ή την επεκτατική πολιτική των τεσσάρων Περσών βασιλιάδων, του Κύρου, του Καμβύση, του Δαρείου και του Ξέρξη. Ωστόσο, η λογική της ένταξης αυτών των τμημάτων, είτε τα ονομάσουμε γενικώς παρεκβάσεις είτε ειδικότερα νουβέλες, ανέκδοτα κλπ., δεν ανιχνεύεται εύκολα ούτε είναι ίδια σε όλες τις περιπτώσεις.

 

Aφηγηματική τεχνική: Η αφηγηματική τεχνική του Ηροδότου είναι, παρά τη φαινομενική αφέλεια και απλότητά της, εξόχως σύνθετη και συγκρίσιμη με την ομηρική, από την οποία άλλωστε αντλεί τα ισχυρότερα ερεθίσματά της. Τα σημαντικότερα αφηγηματικά χαρακτηριστικά των Ιστοριώνείναι οι αναλήψεις και οι προλήψεις που εξετάσαμε ήδη, η μορφή του αφηγητή και η στρατηγική της αγωνίας που χρησιμεύει στην πρόκληση και διατήρηση του ενδιαφέροντος του αναγνώστη.

Ένα από τα εντυπωσιακότερα χαρακτηριστικά των Ιστοριώνείναι η μορφή του αφηγητή, ο οποίος διακρίνεται για τη συνεχή παρουσία του, κάτι που τον διαφοροποιεί ουσιαστικά τόσο από το πρότυπό του, τον ομηρικό αφηγητή, όσο και από τον αφηγητή του θουκυδίδειου έργου. Ο ηροδότειος αφηγητής είναι ένας φανερός αφηγητής που έχει δύο λειτουργίες. Υπό τη στενή έννοια προσπαθεί να βάλει τάξη στην αφήγησή του, λόγου χάρη με παραπομπές σε άλλα χωρία ή με μετα-αφηγηματικές παρατηρήσεις, ότι δηλαδή θα αφηγηθεί κάτι αμέσως, αργότερα ή και καθόλου, ότι θέλει να επιστρέψει στον προηγούμενο λόγο του κλπ. Ως ιστορικός ερευνητής ευρύτερα παρουσιάζεται να επισκέπτεται τοποθεσίες ή μνημεία, να ρωτά μάρτυρες, να συνάγει συμπεράσματα από το υλικό του, με άλλα λόγια να κάνει χρήση και των τριών μέσων για την απόκτηση γνώσης όπως τα μνημονεύει ο ίδιος, της αυτοψίας (ὄψις), της κρίσης (γνώμη) και της έρευνας (ἱστορίη) (2.99.1). Σε αντίθεση προς τον ομηρικό ή τον θουκυδίδειο αφηγητή, ο αφηγητής των Ιστοριών διατυπώνει πολύ συχνά άμεσες ή έμμεσες κρίσεις για τις ενέργειες των πρωταγωνιστών της ιστορίας του. Γενικά η γνώση του είναι πεπερασμένη -ως προς αυτό διαφοροποιείται από τον παντογνώστη αφηγητή των ομηρικών επών: έτσι παραδέχεται συχνά ότι δεν γνωρίζει κάτι ή ότι απλώς το υποθέτει· ωστόσο διατηρεί μια σημαντική ιδιότητα του παντογνώστη (ομηρικού) αφηγητή, δηλαδή είναι σε θέση να παρατηρεί τις συνειδησιακές λειτουργίες -συναισθήματα, προθέσεις, κίνητρα- των πρωταγωνιστών του. Άλλα γνωρίσματα του ηροδότειου αφηγητή είναι ο επιδεικτικός τόνος, που παραπέμπει στους σοφιστές, τους γιατρούς και τους φυσικούς φιλοσόφους της εποχής του, και η εμφατικά προφορική χροιά των μετα-αφηγηματικών του σχολίων· έτσι για να περιγράψει τη δραστηριότητά του χρησιμοποιεί σχεδόν αποκλειστικά το ρήμα λέγω και όχι το γράφω.

Ο Ηρόδοτος υιοθετεί μια χαρακτηριστικά «επική» στρατηγική αγωνίας για να προκαλέσει και να διατηρήσει το ενδιαφέρον του αποδέκτη του. Τα μέσα που χρησιμοποιούνται για τον σκοπό αυτόν είναι: η επιβράδυνση, η παραπλάνηση του αποδέκτη εκ μέρους του αφηγητή και η δραματική ειρωνεία. H επιβράδυνση συνίσταται σε γνωστές από την επική ποίηση τεχνικές: την επιβράδυνση του αφηγηματικού ρυθμού, τη διακοπή της πλοκής ή την προσωρινή μεταστροφή της πλοκής. Η παραπλάνηση του αποδέκτη περιλαμβάνει τεχνάσματα αφήγησης τα οποία αναγκάζουν τον αποδέκτη να αναρωτιέται όλο και πιο επίμονα για το πώς. Τέλος, η δραματική ειρωνεία προκαλείται από την αντίθεση ανάμεσα στη γνώση των αποδεκτών του έργου και την άγνοια των πρωταγωνιστών της ιστορίας.

 

Οι πηγές: Oι πηγές των Ιστοριώνείναι σχεδόν αποκλειστικά προφορικής φύσης. Οι πληροφοριοδότες του Ηροδότου είτε χαρακτηρίζονται με βάση την καταγωγή ή την ιδιότητά τους είτε μνημονεύονται ονομαστικά. Συχνότερες είναι οι μαρτυρίες των ντόπιων, των ἐπιχωρίων, που προέρχονται από τις σημαντικότερες πόλεις της κυρίως Ελλάδας, της Κάτω Ιταλίας και της Σικελίας, ή ανήκουν σε κάποιο βαρβαρικό φύλο.Δυσεπίλυτο είναι αντίθετα το ερώτημα αν και σε ποια έκταση αξιοποίησε ο Ηρόδοτος γραπτές πηγές. Από τους προκατόχους του παραπέμπει ρητά μόνο στον Εκαταίο (δύο φορές: 2.143.1, 6.137.1 και 4), ωστόσο είναι πιθανόν ότι πίσω από τη γενική ένδειξη «Ίωνες» λανθάνει, ειδικά στον αιγυπτιακό λόγο, ο Μιλήσιος. Είναι επίσης βέβαιο ότι ο Εκαταίος αξιοποιήθηκε στις Ιστορίες πολύ περισσότερο από ό,τι δηλώνει ή αφήνει εμμέσως να εννοηθεί ο Ηρόδοτος. Επιπλέον, ο Ηρόδοτος παραπέμπει συχνά σε ελληνικές, αιγυπτιακές, βαβυλωνιακές, λυδικές και περσικές επιγραφές, σε συλλογές χρησμών, σε μεμονωμένους χρησμούς και σε ποιητές. Ο ιστορικός αξιοποιεί επίσης διάφορα μνημεία (ιδίως στους Δελφούς, τη Σάμο, την Αθήνα, την Αίγυπτο, αλλά και σε άλλα μέρη της Ελλάδας, στη Θράκη, τη Σκυθία, τη Μικρά Ασία, τη Βαβυλώνα, την Παλαιστίνη, την Κυρήνη, την Καρχηδόνα, την Έγεστα, το Μεταπόντιον). Αξιοποίηση εγγράφων (ή ενός προκατόχου, ο οποίος συνήθως εικάζεται ότι είναι ο Εκαταίος) έχει τέλος θεωρηθεί ότι αποδεικνύει ο κατάλογος των σατραπιών (3.86-96) που δίνει την εντύπωση επίσημου διοικητικού ύφους ή ο κατάλογος του περσικού στρατού (7.60-99).

 

Ιστορική μέθοδος: Η ιστορική μέθοδος του Ηροδότου μπορεί να συναχθεί μόνο από σκόρπιες παρατηρήσεις, γιατί πουθενά δεν εξηγεί πώς εργάζεται, όπως κάνει ο Θουκυδίδης. Πρώτο του καθήκον θεωρεί την αναδιήγηση της παράδοσης (7.152.3): ἐγὼ δὲ ὀφείλω λέγειν τὰ λεγόμενα, πείθεσθαί γε μὲν οὐ παντάπασιν ὀφείλω, καί μοι τοῦτο το ἔπος ἐχέτω ἐς πάντα λόγον («εγώ όμως έχω την υποχρέωση ν' αναφέρω τα όσα λέγονται, αλλά δεν έχω την υποχρέωση να τα πιστεύω κι αυτό που λέω ισχύει για όλο μου το έργο»). O Θουκυδίδης είναι συνεπώς εκείνος που έθεσε πρώτος την αναζήτηση της αλήθειας ως απόλυτο ιστοριογραφικό κανόνα σε μια οξεία αντίδραση προς τον Ηρόδοτο (1.20.3): οὕτως ἀταλαίπωρος τοῖς πολλοῖς ἡ ζήτησις τῆς ἀληθείας, καὶ ἐπὶ τὰ ἑτοῖμα μᾶλλον τρέπονται«τόσο αδοκίμαστα αναζητούν οι πολλοί την αλήθεια και στρέφονται προς όσα βρίσκουν έτοιμα».

Όπως η ιστοριογραφική μέθοδος του Ηροδότου δεν παρουσιάζεται με συστηματικό τρόπο πουθενά στις Ιστορίες, έτσι είμαστε αναγκασμένοι να ανασυνθέσουμε και το σύστημα της χρονολόγησης μέσα από πολυάριθμες ενδείξεις που είναι διάσπαρτες σε ολόκληρο το έργο. Ο χρονικός άξονας των Ιστοριών συγκροτείται από τη διαδοχή στην εξουσία των εκπροσώπων τριών δυναστειών της Ανατολής: της μηδικής-περσικής από τον Δηιόκη ως τον Ξέρξη, που περιλαμβάνει το συνολικό spatium historicum του έργου, και παράλληλα της λυδικής δυναστείας από τον Γύγη ως τον Κροίσο και της αιγυπτιακής Σαϊτικής δυναστείας από τον Ψαμμήτιχο ως τον Ψαμμήνιτο. Σε κάθε δυναστεία καταγράφεται πάντοτε η διάρκεια της βασιλείας κάθε ηγεμόνα. Οι συγχρονισμοί ανάμεσα στις τρεις διαφορετικές σειρές ηγεμόνων είναι σπάνιοι και λανθάνουν σε ελάχιστα σημεία του έργου. Το χρονικό πλαίσιο του έργου του Ηροδότου, ένα πλαίσιο που εκτείνεται από τον Κροίσο ως την άλωση της Σηστού από τους Αθηναίους, περιλαμβάνει τρεις γενεές και συγκροτεί τον «ιστορικό χρόνο»που βασίζεται στην ατομική μνήμη, ακριβώς όπως διδάσκει η σύγχρονη θεωρία της προφορικής ιστορίας. Στο εσωτερικό της περιόδου των τριών γενεών η ιωνική επανάσταση (5.28) αποτελεί ένα σημείο καμπής από χρονολογική άποψη, αφού από το σημείο αυτό και μετά η ολοένα και πιο λεπτομερής αφήγηση των γεγονότων συνοδεύεται από μια ολοένα και πιο ακριβή χρονολόγησή τους: από την αρχή της επανάστασης μέχρι την έναρξη της εκστρατείας του Ξέρξη εναντίον της Ελλάδας ο ιστορικός μετρά, ενίοτε μεμονωμένα, έτη, κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του Ξέρξη όμως εποχές του έτους, ημέρες ή και ώρες. Η αφήγηση της εν λόγω εκστρατείας περιλαμβάνει επίσης και το έτος-σταθμό 480 π.Χ., το οποίο με την παράθεση του ονόματος του επώνυμου άρχοντα των Αθηναίων, του Καλλιάδη,αποτελεί και τη μοναδική απόλυτη χρονολόγηση των Ιστοριών (8.51.1).

 

Κοσμοθεωρία και ιστορική αντίληψη:Κάθε σελίδα του ηροδότειου έργου προδίδει τη μεταβατική εποχή στην οποία ανήκει, εκείνη που βρίσκεται ανάμεσα στη δύση της αρχαϊκής εποχής και στον «διαφωτισμό» του δεύτερου μισού του 5ου αιώνα που μόλις ανατέλλει. Απόψεις όπως εκείνες που απαντούν στον Αισχύλο ή στους Ίωνες φυσικούς φιλοσόφους του 6ου αιώνα και αντιλήψεις που ανήκουν στον κόσμο των ιδεών των πρώτων συγγραμμάτων του ιπποκρατικού corpus, της σοφιστικής ή του Θουκυδίδη ή η συνειδητή μίμηση του Ομήρου ως προς την στοχοθεσία και τα αφηγηματικά μέσα των Ιστοριών και ο επιστημονικός ζήλος στην επιχειρηματολογία και στην κριτική απόψεων άλλων «ιστορικών» αποτελούν αντιθετικά ζεύγη πουσυνυπάρχουν στο έργο του Ηροδότου.

Στον Ηρόδοτο που διαμορφώνει την κοσμοθεωρία του με βάση παραδοσιακά μοντέλα, στον «αρχαϊκό» Ηρόδοτο, πρέπει να αποδοθεί η θεοκρατική πλευρά της ιστορικής του σκέψης, η άποψη ότι τα γεγονότα κατευθύνονται από θεϊκές δυνάμεις. Επειδή οι θεολογικές απόψεις που απαντούν στο έργο του διαφέρουν μεταξύ τους, είναι ανώφελη κάθε απόπειρα ανασύνθεσης της ηροδότειας «φιλοσοφίας της ιστορίας»· ότι όμως το θεϊκό στοιχείο έχει κεντρική σημασία για την ιστορία κατά τον Ηρόδοτο δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Βασική για τον Ηρόδοτο είναι η πίστη σε μια κυκλική εξέλιξη της ιστορίας, της οποίας τις διακυμάνσεις αποτυπώνει τόσο η πορεία της ζωής ενός ατόμου όσο και η πορεία της δύναμης ενός κράτους. Κεντρικό στοιχείο αυτής της εξέλιξης είναι η εκδίκηση για τις αδικίες σε ανθρώπινο επίπεδο και η τιμωρία για άδικες πράξεις (τίσις) σε θεϊκό επίπεδο. Στην ιστορική εξέλιξη ο θεός παρεμβαίνει με διάφορους τρόπους: συνηθέστερα τιμωρώντας τις άδικες πράξεις, με τίσινή τιμωρίαν. Ενίοτε ο θεός αντιδρά και με τον φθόνον, που δεν επιτρέπει στους ανθρώπους να συμπεριφέρονται σαν θεοί. Έξω και πέρα από τον θεό υπάρχει το πεπρωμένο. Όσο και αν δεν μπορεί να γίνει εύκολα κατανοητό, αυτή η άποψη περί του πεπρωμένου συνδυάζεται με την αναγνώριση της ελευθερίας της βούλησης και της ευθύνης των ανθρώπων. Πρόκειται για «γνήσιο κατάλοιπο της αρχαϊκής εποχής» που ανάγεται στην ομηρική άποψη της διπλής, θεϊκής και ανθρώπινης, αιτιότητας. Ο Ηρόδοτος πιστεύει επίσης ακλόνητα στο αλάθητο των χρησμών. Σταθερή είναι και η πίστη του στα όνειρα.

Ο «αρχαϊκός» Ηρόδοτος δεν είναι όμως ολόκληρος ο Ηρόδοτος. Πολλά στοιχεία των Ιστοριώνανάγονται στο πνευματικό κλίμα του δεύτερου μισού του 5ου αιώνα -προδίδουν μάλιστα την ενεργό συμμετοχή του στις επιστημονικές συζητήσεις της εποχής- με άλλα λόγια παραπέμπουν σε μια εγγύτερη από ό,τι πιστευόταν μέχρι σήμερα πνευματική συγγένεια με τον Θουκυδίδη. Οι σχέσεις αυτές πρέπει να ερμηνευθούν ως συμμετοχή του ιστορικού στην πνευματική κοινήτου 2ου μισού του 5ου αι. Ορατό σημείο αυτής της συγγένειας του Ηροδότου είναι ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζει το υλικό του, δηλαδή η ρητή μνεία των πηγών και η αξιολόγησή τους, οι μεθοδολογικές παρατηρήσεις, η έμφαση στην ὄψιν και την ἀκοήν, ο πανταχού παρών αφηγητής, το οξύ ύφος της κριτικής εναντίον των απόψεων ανταγωνιστών και προκατόχων κλπ.· πρόκειται για το ύφος ενός διανοούμενου, όχι απλώς για το ύφος των δημόσιων διαλέξεων. Με την ιατρική και τη σοφιστική της εποχής τον συνδέει η γενικότερη περιέργειά του για τη φύση, το κλίμα και τα ήθη και έθιμα, καθώς και για την επίδραση των στοιχείων αυτών στον χαρακτήρα και τη φύση των λαών.

Βασικό στοιχείο του πνευματικού κόσμου του Ηροδότου αποτελεί και το εθνογραφικό ενδιαφέρον, που διαποτίζει όλα τα τμήματα του έργου του. Ο Ηρόδοτος κατασκευάζει ένα περιεκτικό πολιτισμικό και γεωγραφικό πλέγμα της οικουμένης, στο πλαίσιο του οποίου οι Έλληνες μπορούν να εντάξουν τους εαυτούς τους αλλά και τους άλλους. Η ηροδότεια εθνογραφία βασίζεται σε ένα σχήμα αποτελούμενο από τρεις ομόκεντρους κύκλους: σύμφωνα με το σχήμα αυτό το πολιτισμικό επίπεδο μειώνεται όσο προχωρά κανείς από το κέντρο προς τις εσχατιές της οικουμένης: τον εσωτερικό κύκλο, και ταυτόχρονα το σταθερό σημείο αναφοράς, αποτελούν οι Έλληνες και οι υπόλοιποι προηγμένοι πολιτισμοί, τον μεσαίο τα νομαδικά έθνη και τον εξωτερικό τα πρωτόγονα φύλα.

 

Βιβλιογραφία

Asheri, D. / Lloyd, A. / Corcella, A. 2007. A Commentary on Herodotus Books I-IV, Οξφόρδη (= Ηροδότου Ιστορίαι. Τόμ. Α + B, Θεσσαλονίκη 2010).

Bakker, E.J. / De Jong, I.J.F. / Van Wees, Η. (εκδ.). 2002. Brill's Companion to Herodotus, Leiden (= Εγχειρίδιοηροδότειων σπουδών, Αθήνα 2007).

Cobet, J. 1971. Herodots Exkurse und die Frage der Einheit seines Werkes, Wiesbaden.

Fritz, K. von. 1967. Die griechische Geschichtsschreibung, Βερολίνο.

Gould, J. 1989. Herodotus, Nέα Yόρκη.

Immerwahr, H.R. 1966. Form and Thought in Herodotus, Cleveland.

Jacoby, F. 1912. «Hekataios», REVII/2, 2666-2769 (= F. J., Griechische Historiker, Στουτγάρδη 1956, 185-237).

-, 1913. «Herodotos», RE Suppl. 2, 205-520 (= F. J., Griechische Historiker, Στουτγάρδη 1956, 7-164).

Lateiner, D. 1989. The Historical Method of Herodotus, Τορόντο.

Luraghi, N. (εκδ.). 2001. The Historian's Craft in the Age of Herodotus, Οξφόρδη.

Marg, W. (εκδ.). 1965. Herodot: Eine Auswahl aus der neueren Forschung, Darmstadt (2η έκδ.).

Marincola, J. 2001. Greek Historians, Οξφόρδη.

-, (εκδ.), 2007. A Companion to Greek and Roman Historiography, Οξφόρδη.

Pohlenz, M. 1937. Herodot, Der erste Geschichtsschreiber des Abendlandes, Λιψία - Βερολίνο.

Ρεγκακος, Α. 2010. Επινοώντας το παρελθόν. Γέννηση και ακμή της ιστοριογραφικής αφήγησης στην κλασική αρχαιότητα, Αθήνα.

Schadewaldt, W. 1982. Die Anfänge der Geschichtsschreibung bei den Griechen, Φραγκφούρτη.

Strasburger, H. 1966. Die Wesensbestimmung der Geschichte durch die antike Geschichtsschreibung, Φραγκφούρτη (= H. S, Studien zur Alten Geschichte, τόμ. 1, Hildesheim 1982, 963-1014).

Thomas, R. 2000. Herodotus in Context: Ethnography, Science and the Art of Persuasion, Cambridge.

3 Το κεφάλαιο αντλεί από το βιβλίο του υπογραφόμενου Επινοώντας το παρελθόν. Γέννηση και ακμή της ιστοριογραφικής αφήγησης στην κλασική αρχαιότητα, Αθήνα 2010.