Εξώφυλλο

Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός

Αρχαία Ελληνική Ιστοριογραφία

του Α. Ρεγκάκου (με τη συνεργασία του Ν. Μήλτσιου)

Γ2. Θουκυδίδης

Βιογραφία:Η ηλικία του Θουκυδίδη[4] προκύπτει από την πρώτη πρόταση του έργου του, σύμφωνα με την οποία ο ιστορικός άρχισε την καταγραφή των γεγονότων του Πελοποννησιακού πολέμου ευθύς μόλις άρχισε, διότι έκρινε ότι θα απέβαινε o σημαντικότερος και ο αξιολογότερος από κάθε προηγούμενο πόλεμο (1.1.1). Αργότερα διαβάζουμε ότι το 424 ανέλαβε το αξίωμα του στρατηγού στη Θράκη (4.104.1) και ότι βίωσε ολόκληρο τον 27χρονο πόλεμο (5.26.5). Με βάση αυτά τα στοιχεία ως terminus ante για τη χρονολογία γέννησής του μπορεί να θεωρηθεί το 454 π.Χ., αν ληφθεί επίσης υπόψη ότι για το αξίωμα του στρατηγοῦ απαιτούνταν ως κατώτατη ηλικία η ηλικία των 30 ετών· συνεπώς, το έτος γέννησης του ιστορικού πρέπει να τοποθετηθεί μεταξύ του 460 και του 454. Στο χωρίο 4.104.4 μνημονεύεται το όνομα του πατέρα του, του Όλορου. Πρόκειται για θρακικό όνομα που απαντά επίσης στο γένος των Φιλαϊδών, της αθηναϊκής οικογένειας στην οποία ανήκαν μεταξύ άλλων ο Κίμων και ο νικητής του Μαραθώνα Μιλτιάδης. Δύο ακόμη σημαντικές βιογραφικές πληροφορίες αντλούνται απευθείας από το έργο του Θουκυδίδη: η προσβολή του ιστορικού από τον λοιμό το 430 (2.48.3) και η εκλογή του στο αξίωμα του στρατηγού στη Θράκη το 424 π.Χ. Εξαιτίας της αποτυχίας να αποτρέψει την κατάληψη της Αμφίπολης από τους Σπαρτιάτες καταδικάστηκε σε 20ετή εξορία από την Αθήνα, όπως γράφει ο ίδιος (5.26.5). Κατά πόσο ο ιστορικός ήταν (συν)ένοχος στην απώλεια της Αμφίπολης είναι ένα αμφισβητούμενο μεταξύ των σύγχρονων μελετητών του ζήτημα. Τα στοιχεία που μας προσφέρει ο ίδιος, που αποτελεί και τη μοναδική πηγή πληροφοριών μας, δεν επαρκούν για να εξιχνιάσουμε το θέμα. Ο Θουκυδίδης επέστρεψε στην Αθήνα μετά το τέλος του πολέμου, στις αρχές του 403 π.Χ. Η ημερομηνία θανάτου του παραμένει άγνωστη· το μόνο βέβαιο είναι ότι πέθανε μετά το 404 π.Χ., καθώς τρία σημεία στο έργο του προϋποθέτουν πέραν πάσης αμφιβολίας το τέλος του πολέμου (2.65.12, 5.26.1 και 6.15.4).

 

Η δομή της Ιστορίας: Το έργο του Θουκυδίδη εμφανίζει κατά την αφήγηση των πολεμικών γεγονότων των βιβλίων 2-8 μια αυστηρά χρονογραφική δομή: το ιστορικό υλικό οργανώνεται σε επιμέρους ενότητες με βάση τη διαίρεση του έτους σε θέρος και χειμώνα. Οι ενότητες αυτές υποδιαιρούνται με τη σειρά τους σε μικρότερες, με τη βοήθεια χρονικών ενδείξεων για την έναρξη, το μέσον και τη λήξη της εκάστοτε εποχής. Μέσα σε αυτό το χρονογραφικό πλαίσιο η αφήγηση προχωρά, κατά κανόνα, γραμμικά. Έξω από το χρονογραφικό-γραμμικό πλαίσιο κινείται το 1ο βιβλίο, ενώ το 8ο, και σε μικρότερο βαθμό το 5ο, αν και τηρεί τη χρονογραφική βασική δομή του έργου, καταλαμβάνει από διάφορες απόψεις ξεχωριστή θέση. Το 1ο βιβλίο εμφανίζει μια σύνθετη δομή χωρίς χρονολογικές υποδιαιρέσεις. Ο Θουκυδίδης, θέλοντας να αποδείξει το μέγεθος και την εξαιρετική σημασία του Πελοποννησιακού πολέμου σε σύγκριση με προηγούμενες πολεμικές συγκρούσεις, ανατρέχει, στο τμήμα της «Αρχαιολογίας», σε όλες τις προηγούμενες φάσεις της ελληνικής ιστορίας από την εποχή του Τρωικού πολέμου μέχρι τους Περσικούς πολέμους. Η εξιστόρηση της προϊστορίας του Πελοποννησιακού πολέμου αρχίζει με τις αἰτίας, τις αμοιβαίες «αιτιάσεις» των αντιπάλων, την υπόθεση της Κέρκυρας και της Ποτείδαιας, και φτάνει έως το συνέδριο της πελοποννησιακής συμμαχίας στη Σπάρτη (435-432 π.Χ.). Ακολουθεί η εκτενής αφηγηματική ανάληψη της Πεντηκονταετίας (89-118), στην οποία ο ιστορικός αποδεικνύει ότι αιτία του πολέμου υπήρξε ο φόβος της Σπάρτης απέναντι στην αυξανόμενη αθηναϊκή ισχύ. Με το κεφ. 2.1 αρχίζει η εξιστόρηση του πολέμου με τον αφηγημένο χρόνο να κυλά σχεδόν χωρίς διακοπές (2.1.1). Το 5ο βιβλίο, και ιδιαίτερα η εξιστόρηση της «επισφαλούς ειρήνης» (5.27 κ.ε.), εμφανίζει ορισμένες ιδιορρυθμίες ως προς τον τρόπο έκθεσης των γεγονότων, οι οποίες εκλαμβάνονται ως ενδείξεις ότι το έργο είναι ημιτελές: ο ρυθμός της αφήγησης είναι ασθματικός, απουσιάζουν οι δημηγορίες σε ευθύ λόγο, και οι συνθήκες παρατίθενται αυτολεξεί, κάτι που αντίκειται στους αρχαίους υφολογικούς κανόνες. Το 8ο βιβλίο θεωρούνταν, ήδη από την αρχαιότητα, ένα ημιτελές, ελλιπές και πρόχειρο σχεδίασμα· διαφέρει από το υπόλοιπο έργο, επειδή σε αυτό η αφήγηση κατακερματίζεται σε ένα πλήθος τόπων, δρώντων προσώπων και πράξεων χωρίς συνοχή. Το χαρακτηριστικό αυτό προέρχεται από τη διάσπαση των πολεμικών συγκρούσεων σε πολλά επιμέρους μέτωπα. Τα πεδία των συγκρούσεων πληθαίνουν αισθητά, ενώ διπλασιάζονται ή και τριπλασιάζονται οι αντίπαλοι: οι μεγάλες δυνάμεις είναι τώρα τρεις (Αθήνα, Σπάρτη και Περσία), και καμία από αυτές δεν παρουσιάζεται ως ενιαίος φορέας δράσης, επειδή ορίζεται από ποικίλες ομάδες, οι πράξεις των οποίων αποτελούν κομμάτι της αφήγησης (ριζοσπαστικοί και μετριοπαθείς, ολιγαρχικοί και δημοκρατικοί, ο Αλκιβιάδης, ως άτομο, από την αθηναϊκή πλευρά, ενώ από την αντίπαλη πλευρά Σπαρτιάτες στρατηγοί, οι οποίοι δρουν στην Ιωνία, και η σπαρτιατική ηγεσία· ακόμη και οι Πέρσες εκπροσωπούνται διπλά, από τον Τισσαφέρνη και τον Φαρνάβαζο). Το 8ο βιβλίο παρουσιάζει και άλλες αφηγηματικές ιδιαιτερότητες, στις οποίες συγκαταλέγονται η απουσία δημηγοριών σε ευθύ λόγο και η αυτολεξεί παράθεση εγγράφων.

 

Αφηγηματική τεχνική: Σε σύγκριση με τον ηροδότειο παντογνώστη αφηγητή η μορφή του αφηγητή στο έργο του Θουκυδίδη δηλώνει μια επιστροφή στον Όμηρο. Μολονότι και ο θουκυδίδειος αφηγητής είναι ένας φανερός αφηγητής, οι περιπτώσεις στις οποίες αυτός εμφανίζεται σε πρώτο πρόσωπο στην αφήγηση είναι τόσο σπάνιες ώστε σχηματίζει κανείς την εντύπωση ότι η ιστορία εξιστορείται από μόνη της. Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής, υπακούοντας στον αυστηρά συγγραφικό του ρόλο, υπογραμμίζει κάτι που έχει αναφέρει νωρίτερα, εξηγεί τη σημασία ενός συγκεκριμένου χωρίου ή μεταβαίνει σε ένα καινούριο. Πολύ περισσότερα είναι τα χωρία στα οποία ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής με την ιδιότητά του ως ιστορικού εκθέτει τη μέθοδό του(πολύ συχνά στην «Αρχαιολογία», στα μεθοδολογικά κεφάλαια του 1ου βιβλίου ή στο λεγόμενο δεύτερο προοίμιο στην αρχή του 5ου), διατυπώνει ένα συμπέρασμα, μια πρόγνωση, μια εικασία ή μια άποψη (το τελευταίο ιδιαίτερα συχνά πάλι στην «Αρχαιολογία» ή στην παρέκβαση για τους Πεισιστρατίδες, η οποία σκοπό έχει την αναίρεση της διαδεδομένης στην Αθήνα άποψης για τους τυραννοκτόνους, 6.54 κ.ε.) ή εκφράζει ακόμη και άγνοια ή αμφιβολία. Χαρακτηριστική είναι επίσης η σχεδόν πλήρης αποχή από την παράθεση διαφορετικών εκδοχών. Το στοιχείο που διαφοροποιεί τον Θουκυδίδη από τον πρωτοπρόσωπο αφηγητή είναι η ιδιότητά του ως αθηναίου στρατηγού: για τον ρόλο του αυτόν κατά το 424 π.Χ μιλάει σε τρίτο πρόσωπο, ενώ αναφέρει ήδη από την αρχή το πατρωνυμικό του (Θουκυδίδην τὸν Ὀλόρου), όπως ακριβώς κάνει και με τα άλλα ιστορικά πρόσωπα. Στο τρίτο πρόσωπο, αυτή τη φορά όμως με το πατριδωνυμικό Ἀθηναῖος, ξεκινά το προοίμιό του ως ιστορικός «του πολέμου μεταξύ των Πελοποννησιών και των Αθηναίων» (όπως έκαναν ο Εκαταίος και ο Ηρόδοτος στην πρώτη πρόταση του έργου τους), και σε τρίτο πρόσωπο «σφραγίζει» τη διήγηση στο τέλος (σχεδόν) κάθε πολεμικού έτους.

Οι δημηγορίες (λόγοι) αποτελούν, κατά δήλωση του ίδιου του ιστορικού (1.22), ένα από τα δύο κύρια συστατικά στοιχεία του έργου του -το άλλο είναι τα ἔργα, οι πράξεις. Στο κεφάλαιο περί της μεθόδου (1.22.1) διαπιστώνεται (παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες να αρθεί) μια αντίφαση ανάμεσα στην αξίωση του ιστορικού για αντικειμενικότητα και στη διατύπωση προσωπικών κρίσεων ή προτιμήσεων· επομένως δεν μπορεί να συναχθεί τελικό συμπέρασμα για το αν και σε ποιον βαθμό ο Θουκυδίδης αναπαράγει πιστά τις δημηγορίες των πρωταγωνιστών των γεγονότων. Αν εξετάσουμε τις ομιλίες σε ευθύ λόγο, όπως αυτές εμφανίζονται στο έργο του ιστορικού, συμπεραίνουμε ότι οι ομιλίες αυτές δεν αποτελούν πιστή καταγραφή των πραγματικών και ότι ο βαθμός της πλασματικότητάς τους είναι κυμαινόμενος. Στον Θουκυδίδη πρέπει να αποδοθεί η επιλογή μεταξύ των λόγων που εκφωνήθηκαν κατά την περίοδο του πολέμου (αφού ασφαλώς δεν έχει περιλάβει στο έργο όλες τις δημηγορίες που τού ήταν γνωστές), ένα, άγνωστο πλέον, μέρος του περιεχομένου τους, η μορφή τους αλλά και ο τρόπος με τον οποίο συνδέονται μεταξύ τους μέσω ενός δικτύου «συνειρμών» και παραπομπών. Στο έργο παρατίθενται 41 δημηγορίες (εκ των οποίων άλλες εμφανίζονται μεμονωμένες, άλλες σε ζεύγη ή ομάδες), μία πολύ σύντομη αντιλογία (2.71-74 μεταξύ του Αρχίδαμου και των Πλαταιέων) και ένας αρκετά εκτενής διάλογος (5.85-116 μεταξύ των Αθηναίων και των Μηλίων).

Η εσωτερική εστίαση, δηλαδή η διείσδυση στον συναισθηματικό κόσμο και στις σκέψεις των δρώντων προσώπων, η συνεχής, σχεδόν υπερβολική χρήση ρημάτων που δηλώνουν εσωτερικές διεργασίες και αντανακλούν τους συλλογισμούς και τις προθέσεις των πρωταγωνιστών, αποτελούν αναμφίβολα βασικό γνώρισμα του θουκυδίδειου αφηγηματικού τρόπου, το οποίο ανάγεται στο ομηρικό έπος και στον Ηρόδοτο.

Η έντεχνη διαμόρφωση της αφήγησης είναι ένα βασικό μέσο παραγωγής νοήματος. Αποτελεί μέρος του ιδιαίτερου τρόπου με τον οποίο ο Θουκυδίδης διατυπώνει εμμέσως την άποψή του. Η διαμόρφωση της αφήγησης παίρνει διάφορες μορφές: εμφανίζεται ως αλληλεπίδραση μεταξύ αφήγησης και δημηγοριών, ως αντίστιξη και ως κατασκευή ενός δικτύου συνειρμών.

Η δεσπόζουσα μορφή της διάρθρωσης της αφήγησης είναι η αλληλεπίδραση μεταξύ λόγων και ἔργων. Λόγοικαι ἔργα συνδέονται στενά μεταξύ τους: με τις μεταξύ τους αντιστοιχίες ενισχύουν το ένα το άλλο και καταδεικνύουν επίσης την αντίθεση μεταξύ σχεδίου και εκτέλεσης, τη σχέση που υπάρχει μεταξύ του ανθρώπινου σχεδιασμού και της πραγματικότητας. Λόγοι μεμονωμένοι ή σε ομάδες προαναγγέλλουν τα γεγονότα που θα ακολουθήσουν ή και ολόκληρες περιόδους. Αλλά και αντιστρόφως, οι λόγοι εν μέρει ή εν όλω επαληθεύονται ή διαψεύδονται εκ των υστέρων από τα ίδια τα ἔργα.

Σε επίπεδο συνολικής σύνθεσης η αφηγηματική διάρθρωση υλοποιείται μέσω της αντίστιξης διαφόρων αφηγηματικών τμημάτων, μιας τεχνικής που υποχρεώνει τον αναγνώστη να ερμηνεύει τα εκάστοτε γεγονότα βασιζόμενος σε άλλα που συνδέονται οργανικά μαζί τους. Η αντίστιξη τμημάτων της σύνθεσης έχει ως αποτέλεσμα την πρόκληση δραματικής ειρωνείας, η οποία κατεξοχήν θεματοποιεί τη διάσταση μεταξύ σχεδιασμού και εκτέλεσης, τη σχέση μεταξύ των υπολογισμών των ανθρώπων και της πραγματικότητας. Η άμεση διαδοχή των δύο τμημάτων του θουκυδίδειου έργου που είναι αφιερωμένα στον «Διάλογο των Μηλίων» και στη Σικελική εκστρατεία αποτελεί το πιο γνωστό παράδειγμα αφηγηματικής αντίστιξης. Παραδείγματα αυτού του τρόπου αντίστιξης μπορούν να θεωρηθούν ακόμη η σχέση θέσης-αντίθεσης που υπάρχει μεταξύ του Επιταφίου και της λεπτομερειακής περιγραφής του λοιμού, η οποία ακολουθεί αμέσως μετά τον λόγο του Περικλή, με άλλα λόγια μεταξύ της εικόνας της ακμάζουσας αθηναϊκής δύναμης και της κατάρρευσής της από την πανδημία.

Η αφηγηματική διάρθρωση λειτουργεί ωστόσο και μεταξύ απομακρυσμένων τμημάτων του έργου, τα οποία συνδέονται μεταξύ τους τόσο από δομική όσο και από θεματική άποψη. Ιδιαίτερα εντυπωσιακοί είναι οι συνειρμοί μεταξύ δύο αγορεύσεων, που εκφωνούνται σε διαφορετικούς τόπους και αντιπαρατίθενται εν όλω ή εν μέρει ωςλόγος και αντίλογος. Γνωστά παραδείγματα αποτελούν ο πρώτος λόγος του Περικλή, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου (1.141.2-144.1) αντιστοιχεί σε ένα τμήμα του τρίτου λόγου των Κορινθίων (1.121-122.1), και κάποιες αγορεύσεις στρατηγών, που εκφωνούνται περίπου ταυτόχρονα αλλά κάθε φορά μπροστά σε διαφορετικό ακροατήριο, όπως λ.χ. ο λόγος του Φορμίωνα πριν από τη ναυμαχία στη Ναύπακτο (2.89) ως «απάντηση» στον λόγο των Πελοποννησίων στρατηγών (2.87).

Στο αφηγηματικό, τώρα, τμήμα του ιστορικού έργου παρόμοιου είδους συνειρμοί εμφανίζονται κατά κανόνα με τη μορφή της προοικονομίας· ακόμα και εκτενή τμήματα του έργου φαίνεται να σχετίζονται μεταξύ τους. Η δομή, τα κύρια μοτίβα και οι ρόλοι ορισμένων πρωταγωνιστών στο εισαγωγικό τμήμα του 6ου βιβλίου, δηλαδή στην αρχή της Σικελικής εκστρατείας, μπορούν σε μεγάλο βαθμό να συγκριθούν με τους αντίστοιχους του 1ου βιβλίου, πριν από την έναρξη του Αρχιδάμειου πολέμου: συγκεκριμένα, και στις δύο περιπτώσεις προηγείται μια «Αρχαιολογία», η οποία επικεντρώνεται στην έννοια της δύναμης. Και τις δυο φορές η απόφαση υπέρ της διεξαγωγής του πολέμου λαμβάνεται κατά τη διάρκεια διεξοδικών δημοσίων συζητήσεων, στις οποίες παίρνουν τον λόγο τόσο οι υποστηρικτές του πολέμου όσο και οι αντίθετοι σε αυτόν, προειδοποιώντας για τον μεγάλο κίνδυνο. Τέλος και στις δύο αυτές περιπτώσεις ο ιστορικός υπογραμμίζει την ἀληθεστάτην πρόφασιν, που λανθάνει πίσω από τις εξωτερικές αφορμές.

 

Οι πηγές:Σύμφωνα με το 1.22, κύρια πηγή τόσο των ἔργων όσο και των λόγων του Πελοποννησιακού πολέμου αποτέλεσε η άμεση εμπειρία, η αυτοψία του ιστορικού, όπως και οι δηλώσεις αξιόπιστων μαρτύρων. Και στις δύο περιπτώσεις ο Θουκυδίδης μας διαβεβαιώνει ότι «εξέτασε με κάθε λεπτομέρεια, όσο βέβαια ήταν δυνατό, τις πληροφορίες αυτές». Σχεδόν ποτέ όμως στην πορεία του έργου του δεν γράφει ρητά ότι η έκθεση των ιστορικών γεγονότων βασίστηκε στην αυτοψία (εξαιρέσεις αποτελούν η περιγραφή του λοιμού στο 2ο βιβλίο και η μάχη γύρω από την Αμφίπολη στο 4ο) ή σε κάποια προφορική πηγή. Παράλληλα ο τρόπος με τον οποίο ο Ηρόδοτος δηλώνει τις πηγές του είναι και αυτός σε μεγάλο βαθμό άγνωστος στον Θουκυδίδη. Σε αντίθεση πάλι με τον Ηρόδοτο, ο οποίος συχνά παραθέτει εναλλακτικές εκδοχές, στο έργο του Θουκυδίδη δεν καταγράφονται σχεδόν ποτέ διαφορετικές εκδοχές για ένα γεγονός ή για την ερμηνεία του. Πολύ σπάνια επίσης ομολογεί ο ιστορικός ότι δεν κατόρθωσε να εξακριβώσει κάποια πληροφορία. Για τα γεγονότα της εποχής του ο Θουκυδίδης χρησιμοποίησε ως γραπτές πηγές μόνο τα κείμενα των συνθηκών.

Η ανασύνθεση του παρελθόντος βασίζεται, αν κρίνουμε από τις ενότητες του θουκυδίδειου έργου οι οποίες ασχολούνται με αυτό (την «Αρχαιολογία», την Πεντηκονταετία, την «Αρχαιολογία» της Σικελίας, την παρέκβαση για τους Πεισιστρατίδες στο 6ο βιβλίο κ.ο.κ.), στην προφορική ή στη λογοτεχνική παράδοση, η οποία άλλοτε κατονομάζεται (Όμηρος, Ελλάνικος) και άλλοτε παραμένει ανώνυμη (πρόκειται για τον Ηρόδοτο σε διάφορα σημεία ή τον ιστορικό Αντίοχο από τις Συρακούσες για τη Σικελική «Αρχαιολογία»). Ο Θουκυδίδης ανατρέχει επίσης σε επιγραφές, οι οποίες παρατίθενται πάντα σε έμμετρη μορφή ή σε επιστολές.

 

Ιστορική μέθοδος: Ο Θουκυδίδης αναπτύσσει την ιστοριογραφική του μέθοδο σε μια προγραμματικά περίοπτη θέση, στα τρία, δηλαδή, κεφάλαια στο τέλος του προοιμίου του έργου του (1.20-22). Η προγραμματική αυτή καταγραφή των μεθοδολογικών αρχών βρίσκεται σε αντίθεση με την πρακτική του Ηροδότου, ο οποίος διατυπώνει μεθοδολογικές παρατηρήσεις παρεμπιπτόντως ή παρενθετικά σε διάσπαρτα σημεία των Ιστοριών (λ.χ. 7.152.3). Οι παρατηρήσεις των κεφαλαίων 1.20-21.1 αφορούν τις δυσκολίες που προκύπτουν κατά τη διερεύνηση του παρελθόντος, τις οποίες ο Θουκυδίδης είχε να αντιμετωπίσει στα κεφάλαια της «Αρχαιολογίας» που προηγήθηκαν (1.2-19), ενώ τα μεθοδολογικά κεφάλαια 21.2-22 αφιερώνονται στην εξέταση της σύγχρονης ιστορίας, δηλαδή του Πελοποννησιακού πολέμου.

Η ανάλυση και επεξήγηση της μεθόδου που εφαρμόζει ο Θουκυδίδης ως ιστορικός σύγχρονων γεγονότων (1.21.2-22) διαιρείται σε τρία μέρη: το πρώτο μέρος αφιερώνεται στις δημηγορίες (λόγοι), το δεύτερο στα γεγονότα (ἔργα), ενώ το τρίτο στους στόχους της συγγραφής του. Το περίφημο μεθοδολογικό κεφάλαιο 22.1 δημιουργεί, όπως έχει ήδη ειπωθεί, ανυπέρβλητες ερμηνευτικές δυσκολίες. Ο Θουκυδίδης ισχυρίζεται ότι συνέθεσε τους λόγους «όπως μού φαινόταν πιο φυσικό να έχει μιλήσει ο καθένας, λέγοντας ό,τι χρειαζόταν για την τότε κάθε περίσταση», συγχρόνως, όμως «προσεγγίζοντας όσο περισσότερο μπορούσα στη γενική έννοια όσων είπαν». Η αντίφαση ανάμεσα στον κανόνα της αντικειμενικής απόδοσης των «όσων είπαν» στην πραγματικότητα και σε εκείνον που αφήνει μεγάλα περιθώρια στη διακριτική ευχέρεια του ιστορικού δεν μπορεί τελικά να αρθεί μέσα από το ίδιο το κείμενο του Θουκυδίδη.

Η διαδικασία, αντίθετα, που ακολουθεί ο Θουκυδίδης κατά την εξέταση των γεγονότων είναι σαφής (ἔργα, 22.2 κ.ε.). Τα γεγονότα του πολέμου δεν έκρινε άξιο να τα καταγράψει, βασιζόμενος στις πληροφορίες του «πρώτου τυχόντα», ούτε όπως ο «ίδιος νόμιζε ότι έγιναν», αλλά αφού εξέτασε με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια και εκείνα των οποίων υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας και όσα έμαθε από άλλους. Η έρευνα αυτή υπήρξε δύσκολη, γιατί είχε να αντιμετωπίσει δύο πηγές λαθών: για το ίδιο γεγονός οι διάφοροι αυτόπτες μάρτυρες προσέφεραν πληροφορίες που απέκλιναν μεταξύ τους είτε λόγω αδυναμίας της μνήμης τους είτε λόγω των προσωπικών συμπαθειών τους.

Στο τέλος του κεφαλαίου ο Θουκυδίδης κάνει λόγο για τον σκοπό και την αξία του έργου του: «κι όταν ακούει κανείς την ιστορία, ίσως δε φαίνεται τόσο ευχάριστο ότι δε μοιάζει με παραμύθι· όσοι όμως θελήσουν να εξετάσουν την καθαρή αλήθεια των όσων έγιναν, και εκείνων που μέλλουν κάποτε να ξαναγίνουν, όπως είναι η φύση των ανθρώπων, ή τα ίδια ή παρόμοια, θα μου φτάσει αν αυτοί τα κρίνουν ωφέλιμα. Γιατί το έργο μου έχει συγγραφεί περισσότερο για να το 'χουν οι άνθρωποι αιώνιο χτήμα τους παρά σαν αγώνισμα για να τ' ακούσει κανείς μια μόνο φορά».

Σημαντικές για την ένταξη της θουκυδίδειας μεθοδολογία στα ιδεολογικά και αισθητικά συμφραζόμενα της εποχής του ιστορικού θεωρούνται επίσης οι έντονες επιδράσεις της σοφιστικής, της ιατρικής και της φιλοσοφικής γνωσιοθεωρίας, όπως απέδειξε η έρευνα εξετάζοντας την ορολογία και την επιχειρηματολογία των κεφαλαίων 1.20-22.

Κοσμοθεωρία και ιστορική αντίληψη: Το έργο του Θουκυδίδη αντικατοπτρίζει σε κάθε σημείο του το πνευματικό κλίμα που επικρατούσε στην Αθήνα κατά το τελευταίο τρίτο του 5ου αι. π.Χ.. Η ιστοριογραφική του μέθοδος, η επιχειρηματολογία και τα ρητορικά σχήματα που χρησιμοποιεί κυρίως στις δημηγορίες, αλλά και οι προσωπικές του απόψεις και φυσικά η γλώσσα και το ύφος προδίδουν τη μεγάλη εξοικείωσή του με τη σοφιστική και ιατρική της εποχής του.

O αποκλεισμός του θρησκευτικού παράγοντα από την ερμηνεία των γεγονότων, η επιδίωξη της δύναμης, η οποία προβάλλεται εμφατικά ως βασική προδιάθεση της ανθρώπινης φύσης, τα επιχειρήματα με βάση την πιθανότητα (εἰκός) ή το ξυμφέρον, τα αντιθετικά ζεύγη λόγος-ἔργον, νόμος-φύσις, η συνήθης οργάνωση των δημηγοριών σε αντιθετικά ζευγάρια κατά το πρότυπο των δισσῶν λόγων του Πρωταγόρα, η ιδέα της οικονομικής και πολιτικής προόδου που προβάλλεται στην ενότητα της Αρχαιολογίας (και που μπορεί να συγκριθεί με τη θεωρία των σοφιστών σχετικά με τη γένεση και την εξέλιξη του πολιτισμού), η τακτική διάκριση συνώνυμων όρων ιδιαίτερα στη λεγόμενη «Παθολογία του πολέμου» (3.80 κ.ε.), που θυμίζει τον Πρόδικο, υφολογικά και ρητορικά σχήματα που έχουν την πηγή τους στον Γοργία, είναι μερικά από τα στοιχεία τα οποία συνδέουν τον ιστορικό με τους σοφιστές.

Η έρευνα έχει επίσης αποδείξει την καθοριστική επιρροή της σύγχρονης ιατρικής στο έργο του Θουκυδίδη· μεταξύ των ενδείξεων συγκαταλέγονται ο όρος πρόφασις, τον οποίο ο ιστορικός χρησιμοποιεί στο χωρίο 1.23.6 παραπέμποντας στην αντίστοιχη χρήση του όρου στις ιπποκρατικές πραγματείες, η έννοια της ανθρώπινης φύσης, η θεματική εστίαση κατά την παρουσίαση της ιστορικής πραγματικότητας μόνο σε στιγμές κρίσης και καταστροφής, η θεώρηση του Πελοποννησιακού πολέμου ως μιας παθολογικής διαδικασίας, η άντληση όρων από τον χώρο της ιατρικής και η εφαρμογή τους στις πολιτικές ομάδες και η συνεχής διάρθρωση των μορφών πολιτικής οργάνωσης σε αντιστοιχία με δομές του ανθρώπινου οργανισμού.

Η επιρροή του Ηροδότου στον Θουκυδίδη υπήρξε πολυεπίπεδη. Έχουμε ήδη επισημάνει ότι ο Θουκυδίδης ανέπτυξε την ιστορική του μεθοδολογία σε συνειδητή αντίθεση προς τον προκάτοχό του. Επιπλέον τα βασικά συστατικά στοιχεία της αφηγηματικής τέχνης του Θουκυδίδη ανάγονται χωρίς αμφιβολία στον Ηρόδοτο (και σε τελική ανάλυση στο έπος). Εξάλλου, η πρόσφατη έρευνα κάνει λόγο για ένα μεγάλο αριθμό διακειμενικών, θεματικών και δομικών σχέσεων μεταξύ των ηροδότειων Ιστοριών και του έργου του Θουκυδίδη, σχέσεων οι οποίες απαντούν συχνά, κυρίως στις δημηγορίες, στην περιγραφή της Σικελικής εκστρατείας και στο 8ο βιβλίο. Οι ποικίλοι συσχετισμοί με το ηροδότειο έργο είναι ιδιαίτερα εμφανείς στο 6ο και 7ο βιβλίο, όπου η πανωλεθρία της Αθήνας στη Σικελία διαμορφώνεται ως αντιστροφή της αθηναϊκής νίκης στους Περσικούς πολέμους.

Για πολύ καιρό συνήθιζαν να χαρακτηρίζουν την αντίληψη του Θουκυδίδη για την ιστορία ως ρεαλισμό της πολιτικής της ισχύος. Επομένως ουσία και περιεχόμενο της ιστορίας είναι για τον Θουκυδίδη ο διαρκής αγώνας για ισχύ, ο οποίος οφείλεται στις τρεις αρχέγονες ορμές της ανθρώπινης φύσης, την φιλοτιμίαν («προσωπική φιλοδοξία»), την πλεονεξίαν και τον φόβον ή το δέος. Ωστόσο, κατά την πρόσφατη έρευνα, ο Θουκυδίδης δεν είναι ο απαθής αναλυτής της πολιτικής της ισχύος, αλλά αντιμετωπίζεται ως ο ιστορικός ο οποίος ερευνά τις συνθήκες της ανθρώπινης ύπαρξης θέτοντας στο επίκεντρο της ιστορικής αφήγησής του την κατηγορία του πάθους. Το πραγματικό θέμα του έργου του δεν είναι η πτώση της Αθήνας, αλλά η τραγωδία του ανθρώπου συνολικά, ο οποίος αποδεικνύεται ότι δεν είναι ικανός να κατανοήσει τον εαυτό του στις συνθήκες της εποχής του. Παρ'όλα αυτά οι δύο τρόποι θεώρησης, ο ένας από τη σκοπιά της πολιτικής της ισχύος και ο δεύτερος που εστιάζει στην ανθρώπινη-τραγική διάσταση, δεν αποκλείονται μεταξύ τους: η πραγματικότητα της πολιτικής της ισχύος διαγράφει το πλαίσιο του κοινού πεπρωμένου των ανθρώπων, που εκδηλώνουν στο πεδίο αυτό (δηλαδή στο πεδίο της πολιτικής της ισχύος) τον αμείλικτο χαρακτήρα τους· το «ανθρώπινο» ανήκει σε αυτό «που δεν λέγει ρητά ο Θουκυδίδης».

Η πολιτική κρίση του Θουκυδίδη, ιδίως η στάση του απέναντι στον Περικλή, στην αθηναϊκή πολιτική τηςισχύος πριν και κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου ή απέναντι στη δημοκρατία γενικότερα αποτελεί επίμαχο ζήτημα. Τα σημεία στα οποία ο Θουκυδίδης εκφέρει τη γνώμη του είναι ελάχιστα: πρόκειται κυρίως για τα χωρία 2.65, 6.15.3 κ.ε. και 8.97.2. Παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες να μετριαστεί η σημασία του χωρίου 2.65, δεν μπορούν να αμφισβητηθούν η θετική αποτίμηση της περίκλειας πολιτικής και η αποδοκιμασία της πολιτικής των διαδόχων του. Θετική είναι, όμως, η στάση του ιστορικού και απέναντι στο λεγόμενο καθεστώς των Πεντακισχιλίων όπως αυτή εκφράζεται σαφώς στο χωρίο 8.97.2.

Στοιχείο ρεαλισμού στον Θουκυδίδη αποτελεί χωρίς αμφιβολία και η απουσία κάθε μεταφυσικής ερμηνείας των γεγονότων. Σε αντίθεση με τον Ηρόδοτο, ο Θουκυδίδης δεν αναγνωρίζει την επέμβαση του θείου στην ιστορία. Ό,τι στο ιστορικό γίγνεσθαιδιαφεύγει της ορθολογικής ερμηνείας, ό,τι ματαιώνει τη γνώμην ή την πρόνοιαν («την αντίληψη και βαθιά γνώση, τον σχεδιασμό» και «την προνοητικότητα»), χαρακτηριστικά γνωρίσματα των ηγετικών πολιτικών προσωπικοτήτων (του Θεμιστοκλή, του Περικλή, του Βρασίδα και του Ερμοκράτη) ορίζεται ως απροσδόκητο και αστάθμητο (τὸ παράλογον), ή αποδίδεται στην επιρροή της τύχης (η οποία είναι λόγου χάρη πανταχού παρούσα στο επεισόδιο της Πύλου στην αρχή του 4ου βιβλίου).

 

Βιβλιογραφία

Connor, W.R. 1984. Thucydides, Princeton.

Finley, J.H. 1942. Thucydides, Cambridge, Ma.

Gomme, A. / Andrewes, A. / Dover, K. 1945-1981. A Historical Commentary on Thucydides, 5 Τόμ., Οξφόρδη.

Hornblower, S. 1987. Thucydides, Λονδίνο.

-, 1991-2010. A Commentary on Thucydides, 3 Τόμ., Οξφόρδη (= Θουκυδίδου Ιστορίαι, 3 Τόμ., Θεσσαλονίκη 2006-2013).

Luschnat, O. 1970. «Thukydides der Historiker», RE Suppl. 12, 1085-1354.

Marincola, J. 1997. Authority and Tradition in Ancient Historiography, Cambridge.

-, 2001. Greek Historians, Οξφόρδη.

Rawlings, H.R. 1981. The Structure of Thucydides' History, Princeton.

Ρεγκακος, Α. 2010. Επινοώντας το παρελθόν. Γέννηση και ακμή της ιστοριογραφικής αφήγησης στην κλασική αρχαιότητα, Αθήνα.

Rechenauer, G. 1991. Thukydides und die hippokratische Medizin, Hildesheim-Ζυρίχη-Νέα Υόρκη.

Rengakos, A. / Tsakmakis, A. (εκδ.). 2006. Brill's Companion to Thucydides, Leiden (= Τριάντα δύο μελέτεςγια τον Θουκυδίδη, Θεσσαλονίκη 2011).

Romilly, J. de. 1947. Thucydide et l'impérialisme athénien, Παρίσι.

-, 1956. Histoire et raison chez Thucydide, Παρίσι.

Rood, T. 1998. Thucydides: Narrative and Explanation, Οξφόρδη.

Stahl, H.-P. 2003. Thucydides. Man's Place in History, Swansea (= Thukydides. Die Stellung des Menschen im geschichtlichen Prozeß, Μόναχο1966).

4 Το κεφάλαιο αντλεί από το βιβλίο του υπογραφόμενου Επινοώντας το παρελθόν. Γέννηση και ακμή της ιστοριογραφικής αφήγησης στην κλασική αρχαιότητα, Αθήνα 2010.