LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "πτερόν"
- πτερόν, τό (πτέσθαι)· 1. κυρίως στον πληθ., φτερά, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· στον ενικ., φτερό, σε Αριστοφ. 2. = πτέρυξ, φτερούγα πουλιού, στον πληθ., φτερούγες, σε Όμηρ., Αισχύλ.· Παλλάδος ὑπὸ πτεροῖς ὄντας, μεταφ., λέγεται για τα κλωσόπουλα που βρίσκονται κάτω από τα φτερά της κλώσσας, σε Αισχύλ.· τῷ πτερὰ γίγνετο, γίνονταν σαν φτερά, σε Ομήρ. Ιλ. 3. φτερά της νυχτερίδας (βλ. πτίλον II), σε Ηρόδ. II. 1. οποιοδήποτε φτερωτό δημιούργημα, όπως η Σφίγγα, σε Ευρ.· σκαθάρι, σε Αριστοφ. 2. όπως το οἰωνός, Λατ. avis, πτηνά που παρέχουν προφητικά σημάδια, προφητεία, οιωνός, σε Πίνδ., Σοφ. III. οτιδήποτε μοιάζει με φτερό όπως: 1. τα φτερά του πλοίου, δηλ. τα κουπιά (πρβλ. πτερόω), ἐρετμά, τά τε πτερὰ νηυσὶ πέλονται, σε Ομήρ. Οδ.· νηὸς πτερά, σε Ησίοδ., Ευρ.· απ' όπου, χρησιμ. για τις φτερούγες των πουλιών, πτεροῖς ἐρέσσειν, σε Ευρ. 2. ἀέθλων πτερά, δηλ. βραβείο της νίκης που υψώνει τον ποιητή μέχρι τον ουρανό, σε Πίνδ. 3. φτερωτό βέλος, σε Ευρ. 4. τοῦ πώγωνος τὰ πτερά, τα άκρα της γενειάδας, σε Λουκ. 5. στην Αρχιτεκτονική, λέγεται για τις εξωτερικές σειρές των κιόνων στις πλευρές των ελληνικών ναών, βλ. ἄπτερος.