Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἄπτερος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἄ-πτερος, -ον (πτερόνI. αυτος που δεν έχει φτερά, άφτερος· στη φράση, τῇ δ' ἄπτερος ἔπλετο μῦθος, τα λόγια προς εκείνη δεν είχαν φτερά, δηλ. δεν πέταξαν μακριά αλλά παρέμειναν, εντυπώθηκαν στην ψυχή της, σε Ομήρ. Οδ.· ἄπτερα πωτήματα, η πτήση χωρίς φτερά, δηλ. η ταχύτατη κίνηση, σε Αισχύλ. II. 1. αυτός που στερείται φτερώματος, λέγεται για τις Άρπυιες, στον ίδ.· λέγεται για βέλη, σε Ηρόδ. 2. λέγεται για νεοσσούς, κλωσσόπουλα, αυτός που δεν έχει αποκτήσει ακόμη φτέρωμα που δεν έχει βγάλει φτερά, σε Ευρ.· μεταφ., φάτις ἄπτερος, φήμη, είδηση που δεν έχει αποκτήσει φτερά, δηλ. είναι ανεπιβεβαίωτη, σε Αισχύλ.