Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πτερόω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πτερόω, μέλ. -ώσω (πτερόν) · I. 1. προμηθεύω με πούπουλα ή φτερά, κοσμώ με φτερά, τινά, σε Αριστοφ.· πτεροῦν βιβλίον, διπλώνω χαρτί ως πτερόσχημο βέλος, σαΐτα, σε Ηρόδ.Παθ., είμαι ή γίνομαι φτερωτός, αποκτώ φτερά, σε Αριστοφ., Πλάτ. 2. εφοδιάζω πλοίο με κουπιά· μεταφ., στην Παθ., σκάφος τάρσῳἐπτερωμένον, σε Ευρ. II. μεταφ., κάνω κάποιον να πετάξει, διεγείρω, ενθουσιάζω (πρβλ. ἀναπτερόω), σε Αριστοφ.Παθ. είμαι συνεπαρμένος, αναπτερωμένος, σε Λουκ.