Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πτίλον"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πτίλον[ῐ], τό (πτέσθαι),· I. χρησιμ. κυρίως για μαλακά χνουδωτά φτερά ή για τα πούπουλα κάτω από τα μεγάλα και σκληρά φτερά, κομμάτι φτερού, μικρό φτερό, σε Αριστοφ.· πρβλ. πτιλωτός· II. πτεροειδής μεμβράνη σε ένα είδος φιδιού, σε Ανθ.