Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μέλας"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
μέλᾱς, μέλαινα, μέλᾰν, γεν. μέλᾰνος, μελαίνης, μέλανος κ.λπ.· (πρβλ. τάλας, η μόνη όμοια ως προς τον σχηματισμό λέξη)· Επικ. δοτ. μείλανι, I. μαύρος, μελαμψός, σε Όμηρ. κ.λπ.· μέλαν ὕδωρ, λέγεται για νερό που αναβλύζει από βαθιά πηγή (πρβλ. μελάνυδρος), σε Ομήρ. Οδ. II. μαύρος, σκοτεινός, ζοφερός, ἕσπερος, νύξ, σε Όμηρ. κ.λπ. III. 1. μεταφ., ζοφερός, φοβερός, θάνατος, Κήρ, η ρίζα της μεταφοράς φαίνεται σε φράσεις όπως μέλαν νέφος θανάτοιο, σε Όμηρ. 2. σκοτεινός, σκιώδης, σε Ανθ. IV. συγκρ. μελάντερος, -α, -ον, πιο μαύρος, εντελώς μαύρος, σε Ομήρ. Ιλ.· πρβλ. ἠΰτε. V. μέλαν, τό, βλ. αυτ.
μέλασμα, -ατος, τό (μέλας), οτιδήποτε έχει μαύρο χρώμα, μέλασμα γραμμοτόκον, όργανο γραφής με αιχμή από μαύρο μολύβι, σε Ανθ.