LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἠΰτε"
- ἠύτε, Επικ. μόριο, I. όπως, καθώς, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· συχνά στον Όμηρ. σε παρομοιώσεις αντί ὡςὅτε. II. στην Ομήρ. Ιλ. Δ 277, ύστερα από συγκρ.· μελάντερον ἠύτε πίσσα, πολύ μαύρος, όπως η πίσσα· ἠύτε = ἤ, πιο μαύρος κι από την πίσσα.