Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μελάνυδρος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
μελάν-υδρος, -ον, αυτός που περιέχει μαύρο νερό, κρήνη μελάνυδρος, λέγεται για νερό που φαίνεται μαύρο από το βάθος του, σε Ομήρ. Ιλ., Οδ.