LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "τάλας"
- τάλᾱς, τάλαινα (επίσης τάλας), τάλαν (όπως το μέλας)· γεν. τάλᾰνος, -αίνης, -ανος· κλητ. τάλας ή τάλαν (*τλάω) · αυτός που υποφέρει, δυστυχής, ταλαίπωρος, Λατ. miser, σε Ομήρ. Οδ., Τραγ.· ὦ τάλας ἐγώ, σε Σοφ.· ὦ τάλαιν' ἐγώ, σε Αισχύλ.· ὦ τάλαν, σε Σοφ.· με γεν. της αιτίας, τάλαιν' ἐγὼ τῆς ὕβρεως, δυστυχής που είμαι γι' αυτή μου την αυθάδεια, σε Αριστοφ.· με αρνητική σημασία, τάλαν = άθλιε! σε Ομήρ. Οδ.· συγκρ. τᾰλάντερος, -α, -ον· υπερθ. τᾰλάντατος, -η, -ον, σε Αριστοφ. (τᾰλᾶς· Δωρ. επίσης τᾰλᾰς· κλητ. τάλᾰν).