Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ (176-253)

ΧΟ. οὔ τοι μήποτέ σ᾽ ἐκ τῶνδ᾽ ἑδράνων, ὦ [στρ. β]
γέρον, ἄκοντά τις ἄξει.
ΟΙ. ἔτ᾽ οὖν; ΧΟ. ἔτι βαῖνε πόρσω.
180 ΟΙ. ἔτι; ΧΟ. προβίβαζε, κούρα,
πόρσω· σὺ γὰρ ἀίεις.
ΑΝ. ‹. . . . . . . . . . . . . . . . . . .›
ΟΙ. ‹. . . . . . . . . . . . . . . . . . . .›
ΑΝ. ‹. . . . . . . . . . . . . . . . . . .›
ἕπεο μάν, ἕπε᾽ ὧδ᾽ ἀμαυ-
ρῷ κώλῳ, πάτερ, ᾇ σ᾽ ἄγω.
ΟΙ. ‹. . . . . . . . . . . . . . . . . . . .›
ΧΟ. τόλμα ξεῖνος ἐπὶ ξένης,
185 ὦ τλάμων, ὅ τι καὶ πόλις
τέτροφεν ἄφιλον ἀποστυγεῖν
καὶ τὸ φίλον σέβεσθαι.

ΟΙ. ἄγε νυν σύ με, παῖ,
ἵν᾽ ἂν εὐσεβίας ἐπιβαίνοντες
190 τὸ μὲν εἴποιμεν, τὸ δ᾽ ἀκούσαιμεν,
καὶ μὴ χρείᾳ πολεμῶμεν.

ΧΟ. αὐτοῦ· μηκέτι τοῦδ᾽ αὐτοπέτρου βή- [αντ. β]
ματος ἔξω πόδα κλίνῃς.
ΟΙ. οὕτως; ΧΟ. ἅλις, ὡς ἀκούεις.
195 ΟΙ. ἦ ἑσθῶ; ΧΟ. λέχριός γ᾽ ἐπ᾽ ἄκρου
λάου βραχὺς ὀκλάσας.
ΑΝ. πάτερ, ἐμὸν τόδ᾽· ἐν ἡσύχῳ …
ΟΙ. ἰώ μοί μοι …
ΑΝ. βάσει βάσιν ἅρμοσαι,
200 γεραὸν ἐς χέρα σῶμα σὸν
προκλίνας φιλίαν ἐμάν.
ΟΙ. ὤμοι δύσφρονος ἄτας.
ΧΟ. ὦ τλάμων, ὅτε νῦν χαλᾷς,
αὔδασον· τίς ἔφυς βροτῶν;
205 τίς ὁ πολύπονος ἄγῃ; τίν᾽ ἂν
σοῦ πατρίδ᾽ ἐκπυθοίμαν;

ΟΙ. ὦ ξένοι, ἀπόπτολις· ἀλλὰ μὴ … [επωδ.]
ΧΟ. τί τόδ᾽ ἀπεννέπεις, γέρον;
210 ΟΙ. μή, μή μ᾽ ἀνέρῃ τίς εἰμι,
μηδ᾽ ἐξετάσῃς πέρα ματεύων.
ΧΟ. τί τόδ᾽; ΟΙ. αἰνὰ φύσις. ΧΟ. αὔδα.
ΟΙ. τέκνον, ὤμοι, τί γεγώνω;
ΧΟ. τίνος εἶ σπέρματος, ‹ὦ›
215 ξένε, φώνει, πατρόθεν;
ΟΙ. ὤμοι ἐγώ, τί πάθω, τέκνον ἐμόν;
ΑΝ. λέγ᾽, ἐπείπερ ἐπ᾽ ἔσχατα βαίνεις.
ΟΙ. ἀλλ᾽ ἐρῶ· οὐ γὰρ ἔχω κατακρυφάν.
ΧΟ. μακρὰ μέλλετέ γ᾽· ἀλλὰ τάχυνε.
220 ΟΙ. Λαΐου ἴστε τιν᾽ ‹ὄντ᾽› ἀπόγονον; ΧΟ. ἰού.
ΟΙ. τό τε Λαβδακιδᾶν γένος; ΧΟ. ὦ Ζεῦ.
ΟΙ. ἄθλιον Οἰδιπόδαν; ΧΟ. σὺ γὰρ ὅδ᾽ εἶ;
ΟΙ. δέος ἴσχετε μηδέν, ὅσ᾽ αὐδῶ.
ΧΟ. ἰώ, ὢ ὤ. ΟΙ. δύσμορος. ΧΟ. ὢ ὤ.
225 ΟΙ. θύγατερ, τί ποτ᾽ αὐτίκα κύρσει;
ΧΟ. ἔξω πόρσω βαίνετε χώρας.
ΟΙ. ἃ δ᾽ ὑπέσχεο ποῖ καταθήσεις;
ΧΟ. οὐδενὶ μοιριδία τίσις ἔρχεται
230 ὧν προπάθῃ τὸ τίνειν· ἀπάτα δ᾽ ἀπά-
ταις ἑτέραις ἑτέρα παραβαλλομέ-
να πόνον, οὐ χάριν, ἀντιδίδωσιν ἔ-
χειν. σὺ δὲ τῶνδ᾽ ἑδράνων πάλιν ἔκτοπος
αὖθις ἄφορμος ἐμᾶς χθονὸς ἔκθορε,
235 μή τι πέρα χρέος
ἐμᾷ πόλει προσάψῃς.

ΑΝ. ὦ ξένοι αἰδόφρονες,
ἀλλ᾽ ἐπεὶ γεραὸν πατέρα
τόνδ᾽ ἐμὸν οὐκ ἀνέτλατ᾽ ἔργων
240 ἀκόντων ἀίοντες αὐδάν,
ἀλλ᾽ ἐμὲ τὰν μελέαν, ἱκετεύομεν,
ὦ ξένοι, οἰκτίραθ᾽, ἃ
πατρὸς ὑπὲρ τοὐμοῦ ‹˘ ˘› ἄντομαι,
ἄντομαι οὐκ ἀλαοῖς προσορωμένα
245 ὄμμα σὸν ὄμμασιν, ὥς τις ἀφ᾽ αἵματος
ὑμετέρου προφανεῖσα, τὸν ἄθλιον
αἰδοῦς κῦρσαι· ἐν ὔμμι γὰρ ὡς θεῷ
κείμεθα τλάμονες· ἀλλ᾽ ἴτε, νεύσατε
τὰν ἀδόκητον χάριν,
250 πρός σ᾽ ὅ τι σοι φίλον ἐκ σέθεν ἄντομαι,
ἢ τέκνον ἢ λέχος ἢ χρέος ἢ θεός.
οὐ γὰρ ἴδοις ἂν ἀθρῶν βροτὸν ὅστις ἄν,
εἰ θεὸς ἄγοι,
ἐκφυγεῖν δύναιτο.

ΧΟ. Γέροντα, να ᾽σαι σίγουρος, χωρίς τη θέλησή σου,
κανείς δεν πρόκειται να σε κουνήσει
απ᾽ αυτά τα μέρη.
180ΟΙ. Να προχωρήσω κι άλλο; ΧΟ. Ακόμη λίγο, πιο μπροστά.
ΟΙ. Τόσο σου φτάνει; ΧΟ. Κόρη, εσύ που ακούς και βλέπεις,
οδήγησέ τον προς τα μπρος.
ΑΝ. Συμβάδιζε, πατέρα, βάδιζε μαζί μου
με το τυφλό σου πόδι, όπου σε πάω εγώ.
ΧΟ. Τόλμησε, δύστυχε, ξένος σε ξένη χώρα,
185ό,τι στην πόλη αφίλητο φουντώνει, κι εσύ να το μισείς,
το φιλικό της όμως να το σέβεσαι.
ΟΙ. Κόρη μου, οδηγός μου γίνε, όπου
το χώμα της ευσέβειας πατώντας πια,
190και θα μιλάμε και θ᾽ ακούμε,
χωρίς να πολεμάμε την ανάγκη.

ΧΟ. Στάσου. Και μην απλώσεις πόδι
έξω απ᾽ το βάθρο, στον βράχο φυτρωμένο.
ΟΙ. Έτσι; ΧΟ. Αρκεί, όπως ακούς.
195ΟΙ. Μπορώ και να καθίσω; ΧΟ. Λοξά στην άκρη αυτής
της πέτρας, λυγίζοντας λίγο τα γόνατα.
ΑΝ. Άσε, πατέρα, το έργο αυτό δικό μου. Ήρεμα τώρα —
ΟΙ. ιώ, ιώ.
ΑΝ. το βήμα σου στο βήμα μου συνάρμοσε,
200στηρίζοντας το γέρικο κορμί σου
στο φιλικό μου χέρι.
ΟΙ. Ω τύφλα μου καταραμένη.
ΧΟ. Ταλαίπωρε, τώρα που πια χαλάρωσες,
μίλα, ποιά είναι η φύτρα σου;
205ποιός είσαι, που πολύπαθος τραβιέσαι;
ποιά η πατρίδα σου; θέλω να μάθω.

ΟΙ. Εξορισμένος, ξένε, αλλά μη —
ΧΟ. Γιατί το αρνείσαι, γέρο;
210ΟΙ. μη, μη, μη με ρωτάς ποιός είμαι,
μην ψάχνεις να μάθεις περισσότερα.
ΧΟ. Και πώς αυτό; ΟΙ. Φύτρα φριχτή. ΧΟ. Μίλα.
ΟΙ. Παιδί μου, αλίμονο, τί πρέπει να φωνάξω;
ΧΟ. Ποιανού είσαι σπόρος; πες
215ποιός είναι, ξένε, ο πατέρας σου.
ΟΙ. Αλίμονό μου, κόρη, τί μου μέλλεται;
ΑΝ. Μίλα, γιατί έχεις φτάσει πια στην άκρη.
ΟΙ. Ναι, θα μιλήσω, αφού δεν έχω πια
πώς να κρυφτώ.
ΧΟ. Μην το τραβάτε κι άλλο, μίλα.
220ΟΙ. Του Λάιου γνωρίζετε κάποιον απόγονο; ΧΟ. Ιού.
ΟΙ. Και των Λαβδακιδών το γένος; ΧΟ. Δία!
ΟΙ. Και τον πανάθλιο Οιδίποδα; ΧΟ. Είσαι αυτός εσύ;
ΟΙ. Μ᾽ αυτά που λέω, μη σας πιάνει πανικός.
ΧΟ. Ιώ, ιώ. ΟΙ. Εγώ ο δύσμοιρος. ΧΟ. Ιώ, ιώ.
225ΟΙ. Κόρη μου, τώρα τί θα γίνει;
ΧΟ. Έξω αποδώ, τραβάτε, από τη χώρα μας μακριά.
ΟΙ. Κι όσα υποσχέθηκες; Πώς θα τα ξεπληρώσεις;
ΧΟ. Η εκδίκηση της μοίρας κανέναν δεν τον πιάνει,
230αν πρώτος αυτός αδικηθεί. Κι όταν η απάτη αντικρίζεται
μ᾽ άλλες απάτες, έχει τον πόνο αντίδοτο,
όχι τη χάρη. Γι᾽ αυτό κι εσύ σήκω αποδώ,
γρήγορα πάρε πόδι από τη χώρα μου,
235και δρόμο. Μήπως την πόλη μου μολύνει
παραπανίσιο μίασμα.
ΑΝ. Ω ξένοι πονόψυχοι, αν
τον τίμιο γέρο, τον πατέρα μου, δεν ανεχτήκατε
240ακούγοντας την άθλια φήμη του, έργα ωστόσο ακούσια,
εμένα λέω την έρημη, ξένοι, παρακαλώ, εμένα
λυπηθείτε, για χάρη του πατέρα μου στα γόνατα
προσπέφτω, με μάτια όχι τυφλά εγώ σας ικετεύω,
245το βλέμμα μου στο βλέμμα σας προσβλέποντας, σαν να ᾽μουν
αίμα σας, συμπάθεια δείξτε στον πανάθλιο, γιατί
από σας κρεμόμαστε, σάμπως από θεό, οι ταλαίπωροι,
ελάτε τώρα, πείτε ναι στη χάρη την ανέλπιστη,
250σ᾽ ό,τι δικό σου έχεις σ᾽ εξορκίζω κι αγαπάς,
παιδί, γυναίκα, θησαυρό, θεό, γιατί
όπου κι αν ψάξεις γύρω, δεν θα βρεις
θνητό που, αν κάποιος θεός τον κατατρέχει,
μπόρεσε να γλιτώσει.


ΧΟΡ. Κανείς, γέροντα, δίχως εσύ να το θες,
απ᾽ αυτή δε σε βγάζει τη θέση.
ΟΙΔ. Ακόμη, λοιπόν;
ΧΟΡ. Προχώρει· πιο μπρος.
180ΟΙΔ. Κι άλλο ακόμη; ΧΟΡ. Εσύ οδήγα τον, κόρη, που βλέπεις
όλο εμπρός, κατά δω. ΑΝΤ. Έρχου με μένα, έρχου έτσι
όπου οδηγώ το τυφλό σου το πόδι.
ΧΟΡ. Δέχου, ξένος στα ξένα ταλαίπωρε,
όσα στην πόλη δεν είναι αρεστά
και συ ν᾽ αποστρέφεσαι
κι όσα τιμά, να τα σέβεσαι.
ΟΙΔ. Πήγαινέ με, παιδί μου, λοιπόν
όπου δίχως ασέβεια πατώντας
190να μπορεί και να πούμε κι ακούσομε
και να μη στην ανάγκη πηγαίνομ᾽ ενάντια.
ΧΟΡ. Εδώ στάσου· και πιο έξω απ᾽ την πέτρινη αυτή
τη μπασιά κοίτα πόδι μη βγάλεις.
ΟΙΔ. Καλά έτσι; ΧΟΡ. Ναι, φτάνει, όπως σου είπα.
ΟΙΔ. Να καθίσω λοιπόν; ΧΟΡ. Ναι, έτσι πλάγια
εδώ πάνω στην πέτρα μαζέψου και κάθου.
ΑΝΤ. Αυτό ᾽ναι δική μου, πατέρα, δουλειά·
εσύ ήσυχα, ήσυχα—
ΟΙΔ. Ωχ αλίμονο, αλίμονο!
200ΑΝΤ. Στο δικό μου το βήμα το βήμα σου ταίριαζε,
το γηραλέο κορμί σου ακουμπώντας σ᾽ αυτό
το αφοσιωμένο μου χέρι.
ΟΙΔ. Ω η αποτρόπαια η μοίρα μου!
ΧΟΡ. Ω ταλαίπωρε, τώρα που ησύχασες
πες μας ποιός είσαι;
ποιός, που έτσι πολύπαθος
παραδέρνεις, και ποιά ᾽ναι η πατρίδα σου;
ΟΙΔ. Ξένοι, δεν έχω πατρίδα· αλλά μη—
ΧΟΡ. Γιατί, γέροντα, αρνείσαι να πεις;
210ΟΙΔ. Μη, μη, μη με ρωτήσεις ποιός είμαι·
μη ζητάς να εξετάζεις πιο πέρα.
ΧΟΡ. Τί ᾽ναι αυτό; ΟΙΔ. Τρισκατάρατη φύτρα!
ΧΟΡ. Γιά λέγε. ΟΙΔ. Ωχ, παιδί μου, οϊμέ, τί να λέγω;
ΧΟΡ. Από ποιό ᾽ναι πατέρα η σπορά σου,
αυτό, ξένε, να πεις.
ΟΙΔ. Δυστυχία μου, εγώ· τί θα κάμω, παιδί μου;
ΑΝΤ. Να μιλήσεις· μια που ήρθε το πράμα ως εδώ.
ΟΙΔ. Θα μιλήσω, γιατί δεν μπορώ να κρυφτώ.
ΧΟΡ. Περνά η ώρα, μα κάμε πιο γρήγορα.
ΟΙΔ. Έναν κάποιο του Λάιου γνωρίζετε;
220ΧΟΡ. Ω πω, πω, πω!
ΟΙΔ. Τη γενιά του Λαβδάκου; ΧΟΡ. Θε μου, βόηθα με.
ΟΙΔ. Τον τρισάθλιο Οιδίποδα; ΧΟΡ. Κι είσ᾽ εκείνος εσύ;
ΟΙΔ. Μη σας πιάνει τρομάρα που ακούσατε.
ΧΟΡ. Συφορά! ΟΙΔ. Ναι, ο βαριόμοιρος. ΧΟΡ. Φρίκη!
ΟΙΔ. Τί έχει, κόρη μου, τώρα να γίνει με μας;
ΧΟΡ. Έξω αμέσως, μακριά ᾽πό τη χώρα μου.
ΟΙΔ. Και πού πάνε λοιπόν οι υποσχέσεις σου;
ΧΟΡ. Δεν τον πιάνει κανένα της μοίρας η οργή,
230που εκδικιέται για τ᾽ άδικο πὄπαθε πρώτος·
και μια απάτη, άλλη απάτη αντικρίζοντας,
με κακό την πληρώνει, όχι με χάρη.
Και συ αμέσως σηκώσου απ᾽ εδώ,
πάρε πόδι και γρήγορα φεύγα
μακριά ᾽πό τη χώρα μας, μήπως και πιότερο
της πατρίδας μου αυξήσεις το χρέος.
ΑΝΤ. Ω ξένοι πονόψυχοι,
μ᾽ αφού δεν υποφέρατε ακούοντας
το γηραλέο πατέρα μου αυτόν
240να σας λέει τ᾽ αθέλητα τα έργα του,
καν σπλαχνιστείτε, ικετεύω,
την έρημη, ω ξένοι μου, εμένα,
που σας προσπέφτω γι᾽ αυτό τον ταλαίπωρο,
που σας προσπέφτω κοιτάζοντας
όχι με μάτια τυφλά μες στα μάτια σας
σα να᾽ μουν αίμ᾽ απ᾽ το αίμα σας,
να βρει συμπόνια από σας ο ταλαίπωρος,
γιατί από σας κρεμόμαστε
σαν από θεό, οι δυστυχισμένοι.
Μα έλα, αξιώστε να δούμε από σας
την ανέλπιστη χάρη·
250σ᾽ ό,τι έχεις το πιο σου ακριβό σε ξορκίζω,
ή τέκνο, ή γυναίκα, ή βιος, ή θεό σου·
γιατ᾽ άνθρωπο, αν ψάξεις, κανένα δε θα βρεις
που όταν τον σπρώχνει ο Θεός στο χαμό,
θα μπορούσε ποτέ να ξεφύγει.


ΧΟΡ. Ποτέ άθελά σου, γέρο, [στρ. β]
από τα καταφύγια σου κανείς δε θα σε βγάλει.
ΟΙΔ. Να προχωρήσω;
ΧΟΡ. Προχώρα. ΟΙΔ. Ακόμη;
180ΧΟΡ. Τράβα τον, κόρη,
πιο πέρα ακόμη,
γιατί εσύ βλέπεις.
ΑΝΤ. Λοιπόν ακλούθα,
πατέρ᾽ ακλούθα
με τυφλού πόδι
όπου σε φέρνω.
ΟΙΔ. ………………….
ΑΝΤ. ………………….
………………….
ΟΙΔ. …………………
ΧΟΡ. Υπόμενε στα ξένα,
βασανισμένε ξένε,
μίσος να δείχνεις σ᾽ ό,τι
εχτρεύεται κι η χώρα,
και σέβας να ᾽χεις σ᾽ ό,τι
της είναι αγαπημένο.
ΟΙΔ. Λοιπόν οδήγα με, παιδί μου,
εκεί, όπου εύλαβα πατώντας,
θενα μπορέσουμε να πούμε
190και να γροικήσουμε συνάμα,
κι όχι ας μη λέμε στην ανάγκη.

ΧΟΡ. Αυτού στάσου· μη βγάνεις άλλο [αντ. β]
το πόδι σου έξω από το μέρος,
που είναι μπροστά σ᾽ αυτή την πέτρα.
ΟΙΔ. Έτσι;
ΧΟΡ. Αρκετά, καθώς ακούς..
ΟΙΔ. Να κάτσω; ΧΟΡ. Αφού στα πλάγια
της πέτρας λίγο γύρεις.
ΑΝΤ. Αυτό πατέρα, είναι δουλειά δική μου·
Δίπλωσ᾽ το πόδι σου ήσυχα απά στ᾽ άλλο…
ΟΙΔ. Οϊμένα, οϊμένα, αλίμονό μου!
200ΑΝΤ. αφού το γέρικο κορμί σου πάνω
στο φιλικό το χέρι μου ακουμπήσεις.
ΟΙΔ. Οϊμένα, οϊμένα, μαύρη συφορά μου!
ΧΟΡ. Βασανισμένε! Τώρα,
που βρήκες ησυχία,
γιά πες τί άνθρωπος είσαι;
Ποιός είσαι ο κακομοίρης,
πού σ᾽ οδηγάνε; τάχα
μπορώ από εσέ να μάθω
από πατρίδα ποιά είσαι;

ΟΙΔ. Ω ξένοι! αποδιωγμένος [επωδ.]
μα μη… ΧΟΡ. Γέροντα, τί είναι
αυτό, που απαγορεύεις;
210ΟΙΔ. Μη, μη, μη με ρωτήσεις
ποιός είμαι, μη ζητήσεις
περσότερα να μάθεις.
ΧΟΡ. Γιατί; ΟΙΔ. Μαύρη η γενιά μου.
ΧΟΡ. Λέγε. ΟΙΔ. Παιδί μου, οϊμένα,
σαν τί να φανερώσω;
ΧΟΡ. Ω ξένε, από πατέρα
ποιά είναι η γενιά σου λέγε.
ΟΙΔ. Μαύρος εγώ! τί πρέπει,
παιδάκι μου, να κάμω;
ΑΝΤ. Λέγε, αφού πια σιμώνεις
σε κίνδυνο μεγάλο.
ΟΙΔ. Θα ειπώ· γιατί δε βλέπω
το πώς θα τ᾽ αποφύγω.
ΧΟΡ. Αργείς πολύ, μα βιάσου.
ΟΙΔ. Ξέρετε κάποιον που ᾽ναι
του Λάιου παιδί;
220ΧΟΡ. Πω, πω! ΟΙΔ. Και τη γενιά
των Λαβδακίδωνε; ΧΟΡ. Θεέ!
ΟΙΔ. Τον κακομοίρη Οιδίπου;
ΧΟΡ. Λοιπόν εσύ είσ᾽ εκείνος;
ΟΙΔ. Μην τρέμετε καθόλου
για τα όσα λέω. ΧΟΡ. Πω! Πω!
Κακόμοιρε, πω, πω!
ΟΙΔ. Τί θα μας λάχει τάχα,
κόρη μου; ΧΟΡ. Από τη χώρα
έξω μακριά φευγάτε.
ΟΙΔ. Και κείνα που ᾽χες τάξει
πώς θενα τα πληρώσεις;
ΧΟΡ. Κανείς από τη μοίρα του την παίδεψη δεν παίρνει,
230αν στις παλιές του συφορές την τιμωρία φέρνει·
μα όταν το πρώτο γέλασμα συγκρίνεται με τ᾽ άλλο,
δε φέρνει τη χαρά αμοιβή παρά καημό μεγάλο.
Κι εσύ από τα καθίσματα τούτα και πάλι φεύγα,
σαν ξορκισμένος πάλι
από τη χώρα μου έβγα,
μήπως στην πολιτεία μου φέρεις ζημιά μεγάλη.

ΑΝΤ. Ω ξένοι μου ψυχόπονοι, αφού δεν υποφέρετε
το γέρο μου πατέρα,
γιατί τις πράξεις που έκαμε χωρίς τη θέλησή του
240απ᾽ ακουστά τις ξέρετε,
όμως εμέ, παρακαλώ, τη δόλια θυγατέρα
να λυπηθείτε ξένοι.
Μόνο για τον πατέρα μου στα πόδια σας πεσμένη
προσκλαίγουμαι, θωρώντας σας με μάτια όχι βλαμμένα.
Σαν να ᾽μουνα κι εγώ δική σας γέννα
παρακαλώ, ξένοι, από εσάς λύπηση ο δόλιος νά ᾽βρει ·
από τ᾽ εσάς κρεμόμαστε σαν από θεόν οι μαύροι.
Έλα την αναπάντεχην υποσχεθείτε χάρη,
θερμοπαρακαλώ σας
250σ᾽ ό,τι αγαπάτε πιο πολύ, παιδί σας ή ζευγάρι
ή πράματα ή θεό σας.
Γιατί κι εσείς προσεχτικά κοιτώντας δεν μπορείτε
κανέναν άνθρωπο να ιδείτε,
που να μπορεί μακριά να διώχνει
τη συφορά του, αν ίσως θεός πάνω σ᾽ αυτήν τον σπρώχνει.